Ηλεκτρονική εφημερίδα με νέα της περιοχής Αμυνταίου – Φλώρινας και όχι μόνο… από το 2008

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

Τελικά ξέρουμε τι εννοούμε όταν μιλάμε για μεταρρυθμίσεις;

Ιωάννης Στεφάτος*
Προκειμένου να αποκρυπτογραφήσουμε τις προθέσεις και τις οικονομικές πολιτικές της νέας ελληνικής κυβέρνησης μάλλον πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάποιες έννοιες.
Όταν χρησιμοποιούμε την έννοια μεταρρυθμίσεις είτε στον δημόσιο λόγο είτε στην οικονομική πολιτική, τι ακριβώς εννοούμε;Ο όρος μικροοικονομικές μεταρρυθμίσεις (ή συχνά μόνο οικονομικές μεταρρυθμίσεις) αναφέρεται σε πολιτικές που σκοπό έχουν να επιτευχθούν βελτιώσεις στην οικονομική απόδοση, είτε με την εξάλειψη ή τη μείωση των στρεβλώσεων σε επιμέρους τομείς της οικονομίας ή με τη μεταρρύθμιση των πολιτικών στο σύνολο της οικονομίας.

Δηλαδή η «οικονομική μεταρρύθμιση» συνήθως αναφέρεται σε απορρύθμιση και όχι σε ρύθμιση, τις περισσότερες φορές με τη μείωση του μεγέθους του δημοσίου τομέα στην οικονομία, για να αρθούν οι στρεβλώσεις που προκαλούνται από τους κανονισμούς ή την παρουσία του κράτους. Σπανίως ενέχουν την έννοια των νέων ρυθμίσεων ή της αυξημένης παρέμβασης ή την χρήση κυβερνητικών προγραμμάτων για τη μείωση των στρεβλώσεων που προκαλούνται από την αποτυχία της αγοράς. Ως εκ τούτου, αυτές οι μεταρρυθμιστικές πολιτικές βρίσκονται στην παράδοση του laissez faire, τονίζοντας τις στρεβλώσεις που προκαλούνται από την κρατική παρέμβαση, και όχι στην ordoliberalism, η οποία τονίζει την ανάγκη για κρατική ρύθμιση και παρέμβαση για μεγιστοποίηση της απόδοσης της οικονομίας. Ο φιλελευθερισμός έχει ταυτιστεί με μείωση του κρατισμού, περιορισμό των παρεμβάσεων του κράτους στην οικονομία και απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας από τη γραφειοκρατία και τις διοικητικές ρυθμίσεις και συνοψίζεται συνήθως στη φράση «laissez faire – laissez passer», που θεωρείται το βασικό σύνθημα του ελεύθερου εμπορίου.
Ordoliberalism είναι η γερμανική παραλλαγή μεταξύ των κοινωνικού φιλελευθερισμού και του νεοφιλελευθερισμού, που αναπτύχθηκε στο τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου για να ανορθώσει τη κατεστραμμένη γερμανική οικονομία. Τονίζει την ανάγκη για το κράτος να διασφαλίσει ότι η ελεύθερη αγορά παράγει αποτελέσματα κοντά στο θεωρητικό δυναμικό της. Προωθεί την έννοια τηςκοινωνικής οικονομίας της αγοράς με το κράτος να κατέχει ένα ισχυρό ρόλο σε σχέση με την αγορά, η οποία είναι από πολλές απόψεις διαφορετικές από τις ιδέες που σήμερα συνδέονται με τον όρο νεοφιλελευθερισμός.
Κλασσικά παραδείγματα λοιπόν νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων είναι η φορολογική πολιτική και η πολιτική του ανταγωνισμού με μια έμφαση στην οικονομική αποδοτικότητα, αντί άλλων στόχων και εργαλείων που μάλλον ανήκουν στον ordoliberalism η απλούστερα στον κοινωνικό φιλελευθερισμό, όπως η βελτίωση της απονομής δικαιοσύνης ή η αύξηση της απασχόλησης, μέσω της κρατικής παρέμβασης. Συνεπώς πλέον, για να μην υπάρχουν παρανοήσεις είναι καλύτερα αντί της έννοιας μεταρρυθμίσεις να χρησιμοποιούμε τις έννοιες απορρυθμίσεις και ρυθμίσεις. Οτιδήποτε εκτρέπεται προς την ιδιωτική πρωτοβουλία λόγω της αποτυχίας της κρατικής παρέμβασης είναι απορρύθμιση και οπουδήποτε παρεμβαίνει το κράτος λόγω της αποτυχίας της αγοράς είναι ρύθμιση.
Κρισιμότατο είναι, πριν την επιλογή της κατάλληλης πολιτικής-εργαλείου, απορύθμισης ή ρύθμισης να κατανοούμε τους λόγους της αποτυχίας σε ένα τομέα της οικονομίας και εφόσον σιγουρευτούμε ότι έχει συμβεί η αποτυχία.
Η αποτυχία της οικονομίας είναι μια κατάσταση κατά την οποία η κατανομή των αγαθών και υπηρεσιών δεν είναι αποτελεσματική. Δηλαδή, υπάρχει άλλη πιθανή έκβαση, όπου π.χ. ένας καταναλωτής στην αγορά μπορεί να βρεθεί σε καλύτερη θέση ωφέλειας χωρίς να περιέλθει κάποιος άλλος σε χειρότερη κατάσταση π.χ. μια επιχείρηση. Φυσικά η αναζήτηση, για ποιο λόγο αποτυγχάνει η αγορά ή η κρατική παρέμβαση δεν είναι μια καθόλου εύκολη ανάλυση σε οποιονδήποτε τομέα της οικονομίας παρουσιάζει πρόβλημα. Σε πολλούς τομείς της σύγχρονης οικονομίας μάλιστα, συνυπάρχει, η κρατική ρύθμιση και παρέμβαση με την ελεύθερη αγορά (εντός των ορίων που θέτει το κράτος) καθιστώντας την αποκρυπτογράφηση, τι ακριβώς απέτυχε ή δεν αναπτύχθηκε αρκετά, ιδιαίτερη δύσκολη άσκηση. Βεβαίως, μπορεί να υπάρχουν τομείς της οικονομίας όπου η δομή της αγοράς ή η κρατική ρύθμιση ευνοεί εκείνες τις επιλογές ή συμπεριφορές των επιχειρήσεων που μεγιστοποιούν το όφελος τους (με παράνομους η όχι τρόπους) και ελαχιστοποιούν το συμφέρον των καταναλωτών.
Με δεδομένη την ένταση μεταξύ, αφενός, του αδιαμφισβήτητα κόστους για την κοινωνία που προκαλείται από την αποτυχία της αγοράς, και από την άλλη πλευρά, την πιθανότητα, η κρατική παρέμβαση να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερο κόστος στην οικονομία, η επιλογή μπορεί να είναι ανάμεσα σε δύο ατελείς λύσεις, δηλαδή δύο μη ικανοποιητικές λύσεις στην αγορά, με ή χωρίς κρατικές παρεμβάσεις. Ακόμα, πέραν των μη άριστων διαθέσιμων επιλογών, που υπάρχουν στο τραπέζι, δυστυχώς για τους ασκούντες την οικονομική πολιτική τα αποτελέσματα των απορρυθμίσεων η ρυθμίσεων είναι συνήθως μακροπρόθεσμα και άρα μη άμεσα ορατά στο κοινωνικό σύνολο. Προσθέτοντας την πάροδο του χρόνου για να έχει αποτέλεσμα μια ρύθμιση, υπεισέρχονται όμως και άλλοι παράγοντες στο πρόβλημα, ενίοτε αστάθμητοι και κρίσιμοι. Εάν δε, μια οικονομία συρρικνώνεται, εν μέσω της εφαρμογής της ρύθμισης, είναι δυνατόν η εφαρμοζόμενη ρύθμιση καθεαυτή να επιτείνει η να μην αποτρέψει την συρρίκνωση. Συνεπώς, καμία απορρύθμιση ή ρύθμιση δεν υπάρχει, που να αφορά υφιστάμενη κατάσταση σε οποιαδήποτε υφιστάμενη αγορά προϊόντων η υπηρεσιών που να έχει βεβαιότητα ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Πολύ περισσότερο δε, εάν η εν λόγω αγορά που ρυθμίζουμε η απορρυθμίζουμε, λειτουργούσε αποτελεσματικά και μάλλον δεν το γνωρίζαμε, το σίγουρο αποτέλεσμα θα είναι η αναδιανομή του εισοδήματος μεταξύ των εμπλεκομένων προκαλώντας την δυσαρέσκεια και το ανάλογο φυσικά πολιτικό κόστος εάν δεν ήταν συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης.
Όλα τα παραπάνω συνοψίζονται στο ακόλουθο εντελώς υποθετικό και απλό παράδειγμα. Πριν παρέμβουμε στην αγορά της ζάχαρης, είμαστε σίγουροι, ότι σε μια αγορά όπως την ελληνική, αγοράζουμε ακριβά ζάχαρη ως καταναλωτές και ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης των τιμών χωρίς μάλιστα να θιγούν οι παραγωγοί της ζάχαρης, εάν είναι δυνατόν να αυξηθούν κιόλας; Και εάν οι έλληνες καταναλωτές μειώνουν την κατανάλωση ζάχαρης ούτως η άλλως η πολύ χειρότερα το εισόδημα τους απλά δεν επαρκεί για την κατανάλωση ζάχαρης ποιο θα είναι το αποτέλεσμα μιας παρέμβασης στην αγορά της ζάχαρης; Το να κατηγορούμε λοιπόν την μεταρρύθμιση σε μια αγορά για μη αποτελεσματικότητα, όταν σημαντικότερες μεταβλητές εισέρχονται στο πρόβλημα μάλλον σημαίνει ότι δεν κατανοούμε το πρόβλημα προτού αναζητήσουμε την λύση του.-

* O Ιωάννης Στεφάτος είναι
Msc Οικονομολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Α. Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις των αποστολέων τους.
Β. Θερμή παράκληση, τα σχόλια να είναι κόσμια, ώστε να συνεισφέρουν στο διάλογο.
Γ. Δεν δημοσιεύονται σχόλια:
1.-Υβριστικoύ χαρακτήρα
2.- Γραμμένα με greeklish
3.- Με προσωπικό περιεχόμενο

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.