Ήταν τη σχολική χρονιά 1963-64 και είμαστε μαθητές
της Δευτέρας
Τάξης στο «ΛΥΚΕΙΟΝ ΕΝ ΑΜΥΝΤΑΙΩ».
Στη μέση της προηγούμενης σχολικής χρονιάς το
Σχολείο μας (Γυμνάσιο και Λύκειο με ενιαία Διεύθυνση) στεγάστηκε στο καινούριο
διδακτήριο, το σημερινό Γυμνάσιο Αμυνταίου, που τότε είχε μόνο την πτέρυγα
αριστερά της εισόδου από την αυλή. Δεξιά το οικόπεδο ήταν άκτιστο και καθώς δεν
υπήρχε περίφραξη, μπαίναμε από εδώ στην αυλή, προερχόμενοι από την 28ου
Συντάγματος Πεζικού.
Μέχρι τότε μαθαίναμε γράμματα, κάτω από τα ίδια
κεραμίδια με το Α΄ Δημοτικό Σχολείο (παλιό) σε αλληλοδιάδοχες εβδομαδιαίες πρωϊνές
και απογευματινές βάρδιες.
Κάθε Δευτέρα, ημέρα λαϊκής αγοράς, καθώς ξεκινούσα
για το σχολείο με τα βιβλία παραμάσχαλα, δεμένα με άσπρο πλακέ λάστιχο, η
σχολική τσάντα ήταν πολυτέλεια για τους πιο πολλούς και προνόμιο λίγων,
κοντοστεκόμουν στη διασταύρωση του «στενού», όπου το πατρικό μου σπίτι, και της
Ε΄ Μεραρχίας στα ανατολικά για να περάσουν σε διάταξη καραβανιού καμιά
εικοσαριά μουλάρια και γαϊδουράκια φορτωμένα ξύλα.
Τα έφερναν ξωμάχοι τσεγανιώτες από τον Άγιο Αθανάσιο
(Τσέγανη) να τα πουλήσουν και να συμπληρώσουν το γλίσχρο εισόδημά τους.
Λίγο μετά το μεσημέρι τα έβλεπα να επιστρέφουν
φορτωμένα αυτή τη φορά τσουβάλια γεμάτα λαναρισμένο μαλλί και άλλα
χρειαζούμενα.
Τα βάφτισα Τσεγανιώτικο Καραβάνι, επηρεασμένος
προφανώς από το σινεμά και καβάλα στον Πήγασο έφτανα στα σύνορα Κίνας και
Θιβέτ, όπου ο Δρόμος του Τσαγιού και των Αλόγων.
Εξομείωνα τα μουλάρια με τα γιάκ, πυκνότριχα βοοειδή
των Ιμαλαΐων και τα έβλεπα φορτωμένα αυτά με πλάκες μαύρου τσαγιού από την Κίνα,
να διασχίζουν το φαράγγι Χουτιάο Ξία (Πήδημα της Τίγρης) στη διαδρομή
Γιουνάν-Θιβέτ, για να τα ανταλλάξουν με άλογα και αλάτι στο Θιβέτ.
Άλλες φορές πάλι έβλεπα και άκουγα ψαράδες από το
Πάτελι (Άγιο Παντελεήμονα), τον Βάνε και τον Σωτήρη, πολύ αργότερα έμαθα το
επίθετό τους, Χρηστίδηδες και οι δύο, να διαλαλούν τα ψάρια τους. Ο πρώτος με
το γαϊδουράκι του και ο δεύτερος με τη σούστα του (δίτροχο κάρο) πουλούσαν
γριβάδια, πλατίκες, τούρνες και γουλιανούς.
Πόσο νόστιμη στ’ αλήθεια ήταν η σούπα από κεφάλι
τούρνας με μπόλικη πατάτα και γνήσιο σπιτικό ξύδι;
Ήταν τέλη Σεπτέμβρη ή αρχές Οκτώβρη και κάναμε βόλτα
στη Μ. Αλεξάνδρου από την Εθνική Τράπεζα μέχρι το Σιδηροδρομικό Σταθμό.
Μαθητικά στέκια σαν το De Niro ή το Social δεν είχαμε. Μόνο στο μπιλιάρδο
του Νίκου Μωϋσιάδη πήγαιναν μερικοί αλλά με την αποβολή σαν δαμόκλειος σπάθη να
κρεμιέται από πάνω τους.
Στο σινεμά πηγαίναμε λιγότεροι, με την ίδια πάντα απειλή.
Αφήστε που υπήρχε και απαγόρευση κυκλοφορίας μετά από συγκεκριμένη ώρα το
βράδυ.
Γι’ αυτό κάναμε βόλτες ή συχνάζαμε σε δωμάτια
συμμαθητών μας από τα γύρω χωριά, που τα νοίκιαζαν. Τόσο καταπληκτική ήταν η
μαθητική μας καθημερινότητα!
Ήταν Σάββατο, γλυκό φθινοπωρινό απόγευμα και όταν
φτάσαμε στο ύψος του Σινέ Παλλάς, απέναντι από το Σιδηροδρομικό Σταθμό,
γυάλισαν στις πλαγιές της Πιπερίτσας κάποιες λαμαρινένιες σκεπές στη Τσέγανη. Ο
τσεγανιώτης της παρέας μας, από τη μεριά της μητέρας του, ο Κώστας Βάσος έριξε
την ιδέα να πάμε στην Τσέγανη ακολουθώντας το δρόμο του Τσεγανιώτικου
Καραβανιού.
Η πρόταση δεν έπεσε στο κενό, συμφωνήσαμε ο Γιώργος
Χατζηκωνσταντίνου, ο Σταύρος Τατσίδης, ο εμπνευστή Κώστας Βάσος και εγώ.
Ο Πέτρος Χρηστίδης, αναπόσπαστο μέλος της παρέας
μας, συμφώνησε αλλά δεν μας ακολούθησε γιατί ήταν Σάββατο και βοηθούσε τον
πατέρα του στο κουρείο.
Έτσι «ξεκίνησα τ’ απόγευμα, λιγάκι πριν το λιόγερμα»
(Λαθρόβιος. Β. Γερμανός) για την Τσέγανη ακολουθώντας το δρόμο του
Τσεγανιώτικου Καραβανιού.
Ενημερώσαμε τους γονείς μας και χωρίς καμιά
προετοιμασία, με εξοπλισμό μόνο την τρέλα μας, χωρίς ψωμί, χωρίς νερό αρχίσαμε
το περπάτημα.
Θυμάμαι μόνο πως πήρα το σακάκι μου. Πήραμε το
χωραφόδρομο κάτω από το Β΄ Δημοτικό Σχολείο, όπου σήμερα είναι το σπίτι του
Κιάνα του Κώστα, στη Σμρλια ανηφορίσαμε ως τον καρόδρομο δίπλα στη
σιδηροδρομική γραμμή και ακολουθώντας τον, φτάσαμε στη Νεκρόπολη του Αγίου
Παντελεήμονα (Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, 1000-550 π.Χ.).
Λίγο πιο πέρα, στο κάποτε γραφικό εκκλησάκι του
Αγίου Γεωργίου, σταματήσαμε να ξεκουραστούμε.
Ως εδώ ο δρόμος του Τσεγανιώτικου Καραβανιού
ταυτίζεται απόλυτα με το Ευρωπαϊκό μονοπάτι Ε4. Είδαμε στην ασημένια ακινησία
της λίμνης των Πετρών να αντικατοπρίζεται το Λίλεκ και πιο δυτικά τον ήλιο να
κατηφορίζει προς την κορυφή του Βιτσίου.
Έπρεπε να βιαστούμε. Η μέρα μαζευόταν.
Πολύ γρήγορα βρεθήκαμε να ανηφορίζουμε στο διάσελο,
όπου σήμερα το νταμάρι των αδελφών Λαζαρίδη. Όταν βγήκαμε από αυτό κινηθήκαμε
σ’ ένα όμορφο υψίπεδο.
Η Κέλλη, στη γωνιά της, λουζόταν στο τελευταίο φως
του ήλιου όπως και η Πιπερίτσα και το Καϊμακτσαλάν.
Επιταχύναμε τα βήματά μας γιατί σουρούπωνε και
έπρεπε να συναντήσουμε στην πορεία μας το δημόσιο δρόμο
Φλώρινας-Κέλλης-Έδεσσας, πριν σκοτεινιάσει.
Όταν επιτέλους σκοντάψαμε στη δημοσιά στη θέση Ρίκνα
Καμήλα, είχε βραδιάσει για τα καλά.
Από εκεί άρχιζε και το τελικό μονοπάτι για το χωριό.
Το είδαμε σαν μίτο της Αριάδνης, που θα μας οδηγούσε στο χωριό.
Το ακολουθήσαμε, ήταν ανηφορικό, είμαστε
κουρασμένοι, η νύχτα χωρίς φεγγάρι.
Δεν ξέραμε σε πόση απόσταση βρισκόμασταν από το
χωριό. Κοντά ή ακόμη μακριά;
Φως πουθενά. Η Δ.Ε.Η. δεν είχε φτάσει ακόμα εδώ! Τι
ώρα ήταν; Κανείς μας δεν είχε ωρολόγι!
Ανθρώπινη ή οικοδίαιτη ζωϊκή παρουσία ανύπαρκτη.
Αποφασίσαμε να σταματήσουμε και να περιμένουμε να
ξημερώσει.
Πλαγιάσαμε σε μια μέζτα και προσπαθήσαμε να
κοιμηθούμε. Δεν είχαμε κάτι για να σκεπαστούμε. Ο εξοπλισμός της The North Face για ανάλογες καταστάσεις, άργησε
δεκαετίες να έρθει σ’ εμάς.
Βάλαμε τα χέρια στις τσέπες του σακακιού,
ακουμπήσαμε τις πλάτες μας δυο-δυο για να ζεσταινόμαστε και περιμέναμε
λαγοκοιμώμενοι τη χαραυγή.
Δεν είχαμε φοβηθεί καθόλου. Τίποτε δεν μας είχε
τρομάξει. Ούτε λύκοι, μήτε σκυλιά.
Ερημιά!
Στο μισόφωτο πριν την ανατολή του ηλίου σηκωθήκαμε
και μείναμε ενεοί.
Στα 300 μ. τα πρώτα σπίτια του χωριού μας χλεύαζαν.
Είμασταν τόσο κοντά στο χωριό και δεν το είχαμε
αντιληφθεί.
Νομίζω δικαιολογημένα.
Καμιά αναλαμπή δεν μαρτύρησε την ύπαρξη του, δεν μας
γάβγισε κανένα σκυλί, δεν τρομάξαμε κάποια γάτα, δεν αφουγκραστήκαμε ανθρώπινο
θόρυβο!
Κάναμε μια βόλτα στο χωριό.
Καμιά εικόνα του, από την εποχή εκείνη δεν μου έχει
εντυπωθεί.
Δεν βρήκαμε κανένα γνωστό. Μάλλον δεν είχαμε
γνωστούς. Ήπιαμε νερό, ξεδιψάσαμε.
Πεινούσαμε. Ντραπήκαμε να ζητήσουμε ψωμί.
Αφού ζεσταθήκαμε στο προσήλιο, νηστικοί αλλά
ικανοποιημένοι από την εμπειρία του δρόμου, επιστρέψαμε από τον ίδιο δρόμο,
ξεθεωμένοι από την κούραση και την πείνα, αργά το μεσημέρι στο Αμύνταιο.
Τέλος καλό, όλα καλά.
Οκτώβρης 2019.
Το μικρό καλοκαιράκι του Αϊ-Δημήτρη το παρατραβάει.
Ηλιόλουστες ημέρες, μαγευτικά απομεσήμερα, ιδανικά για πεζοπορία.
Η Πιπερίτσα πάντα αγέρωχη εξακολουθεί να κρατάει
στην αγκαλιά της τον μεταμορφωμένο πια παλιό Άγιο Αθανάσιο, όπως λέμε σήμερα
την Τσέγανη.
Είναι ένα θαυμάσιο χειμερινό θέρετρο, μια σπιθαμή
από το χιονοδρομικό κέντρο του Καϊμακτσαλάν. Καμιά ομοιότητα με την Τσέγανη,
που ένα πρωϊνό πολύ αλαργηνό, ξυπνήσαμε στο κατώφλι της.
Με το Astra αυτή τη φορά, πήρα το δρόμο του
Τσεγανιώτικου Καραβανιού. Έφτασα στο λατομείο και από εκεί ως το υψίπεδο μετά
το διάσελο.
Ξαναντίκρισα την Πιπερίτσα να λούζεται, όπως και
τότε, στο φως του ηλιοβασιλέματος.
Το υψίπεδο μια άνυδρη ομορφιά, που δεν βρίσκεις
συχνά. Είδα τον χωραφόδρομο να οδηγεί στη Ρίκνα Καμήλα και νοερά έφτασα ως
εκεί.
Τρόμαξα κάπως από τα τσομπανόσκυλα των κοπαδιών, που
βόσκουν εκεί τριγύρω.
Βρήκα την αρχή του μονοπατιού στη δημοσιά.
Δεν περπατιέται πια. Οι παλιοί ξωμάχοι που γνώρισα,
άλλαξαν τις δουλειές τους.
Βατόμουρα, αγριοτριανταφυλλιές, κέδρα, βελανιδιές το
έχουν κάνει αδιάβατο.
Από τη μεριά της Κέλλης φαίνεται να ξεκινά ένας
δασικός δρόμος και να καταλήγει στον Άγιο Αθανάσιο.
Να μια καινούρια άποψη για τις μικρές περιπλανήσεις
στις εξοχές του Αμυνταίου.
Λέω να την επικοινωνήσω στους τωρινούς
ομο-πεζοπόρους μου.
Θ. Τραϊανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Α. Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις των αποστολέων τους.
Β. Θερμή παράκληση, τα σχόλια να είναι κόσμια, ώστε να συνεισφέρουν στο διάλογο.
Γ. Δεν δημοσιεύονται σχόλια:
1.-Υβριστικoύ χαρακτήρα
2.- Γραμμένα με greeklish
3.- Με προσωπικό περιεχόμενο
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.