Ηλεκτρονική εφημερίδα με νέα της περιοχής Αμυνταίου – Φλώρινας και όχι μόνο… από το 2008

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

Σαν σήμερα .....23-25 Ιουλίου 1943: Το Ολοκαύτωμα του Λεχόβου

Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και η γερμανική κατοχή ήταν γεγονότα που άφησαν ανεξίτηλα σημάδια στη ψυχή του ελληνικού λαού. Ο φόβος, η αβεβαιότητα, η στέρηση, η πείνα και οι αρρώστιες
ήταν δυσβάσταχτα. Ήταν ένας εφιάλτης μέσα σε ένα όνειρο που όμως ήταν πραγματικότητα
ΖΩΉ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΈΝΕΙΆ
Ή ζωή στο Λέχοβο κυλούσε ήσυχα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1943. Η έλλειψη από τρόφιμα
και οι αρρώστιες ήταν τα σοβαρότερα προβλήματα. Παρόλα αυτά, ο κόσμος κατόρθωσε να επιζήσει
βοηθώντας ο ένας τον άλλο με πρωτοφανή αλληλεγγύη.
Καλλιεργούσαν κάθε διαθέσιμο κομμάτι γης, και έτρωγαν ότι ήταν φαγώσιμο που έδινε απλόχερα η
φύση. Αλλά σ' αυτή την ορεινή περιοχή το εύφορο έδαφος ήταν περιορισμένο.
Όμως σχεδόν κάθε σπίτι είχε μερικά κοτόπουλα, και κάνα δυο πρόβατα η κατσίκες. Μερικές οικογένειες
έτρεφαν ένα γουρούνι για το κρέας και το λίπος, για το μακρύ χειμώνα.
Η έλλειψη γιατρών και φάρμακων ήταν το σοβαρότερο πρόβλημα. Οι επιδημίες, ειδικά οι αρρώστιες των
παιδιών, ήταν συχνές.
Το χωριό, με ένα πληθυσμό περίπου δύο χιλιάδων κατοίκων, ήταν κτισμένο στις πλαγιές ενός
καταπράσινου βουνού. Τα περισσότερα σπίτια ήταν όμορφα πέτρινα κτίσματα και είχαν κατασκευαστεί
από τους ίδιους τους κατοίκους, που ήταν μαστόροι. Μερικά ήταν σχεδόν εκατό χρόνων. Οι σκεπές ήταν
καλυμμένες από πλάκες γρανίτη που στηρίζονταν σε γερά ξύλινα δοκάρια, και το ταβάνι μερικές φορές
διακοσμούταν από όμορφες ξύλινες σανίδες. Το εσωτερικό τους είχε τοίχους σοβατισμένους και
χρωματισμένους συνήθως σκούρο μπλε. Ωραία καλύμματα και μαξιλάρια, όλα χειροποίητα,
διακοσμούσαν τα πατώματα και τα ‘κρεβάτια’. Τα τελευταία ήταν στρώματα από άχυρο, ντυμένα με
χοντρό ύφασμα.
Και όλα αυτά ήταν δουλειά του σπιτικού αργαλειού. Επίσης, ωραία πολύχρωμα κεντήματα κάλυπταν τα
έπιπλα και άλλα αντικείμενα του νοικοκυριού.
Το μαλλί χρησιμοποιούνταν συνήθως ως βασική πρώτη ύλη, και ήταν δουλειά των γυναικών να το
επεξεργαστούν πριν γίνει έτοιμο για το αργαλειό.
Σχεδόν όλα ήταν βαμμένα μαύρα και κόκκινα, και τα σχέδια είχαν πολύ φαντασία.
Oι γυναίκες έπλεκαν κάλτσες, μπλούζες και άλλα ρούχα για την οικογένεια.
Το κέντημα ήταν η αγαπημένη απασχόληση στις ελεύθερες ώρες τους. Αυτό γινόταν κάθε φορά με
παρέες στο σπίτι κάποιας γειτόνισσας, κουβεντιάζοντας, γελώντας και τραγουδώντας.
Επίσης, έπρεπε να ζυμώνουν το ψωμί μία φορά την εβδομάδα, να πλένουν τα ρούχα, να ταΐζουν τις
κότες και τις κατσίκες, εκτός από τη φροντίδα των παιδιών.
Επικεφαλής της οικογένειας ήταν συνήθως ο πεθερός ή η πεθερά, και η νύφη από παράδοση, ήταν κάτι
σαν υπηρέτρια.
Σε πολλές περιπτώσεις, ο άνδρας βρισκόταν μακρυά από την οικογένεια για πολλούς μήνες κατά τη
διάρκεια του καλοκαιριού, και γύριζε πίσω για το χειμώνα, με λίγα λεφτά και δώρα, που είχε αποκτήσει
δουλεύοντας σκληρά στη ξενιτιά.
Μερικοί από αυτούς είχαν φύγει στην Αμερική, αφήνοντας πίσω τη γυναίκα και τα παιδιά με τα
πεθερικά.
Αυτή ήταν η δραματική περίπτωση και της δίκης μου οικογένειας.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ
Το σπίτι μας ήταν μια πέτρινη κατασκευή κοντά στη πλατεία του χωριού, όπου ένας μεγάλος πλάτανος
80ετών,
άπλωνε τη δροσερή σκιά του.
Είχε τρεις κρεβατοκάμαρες και σαλόνι στο πρώτο πάτωμα,
αλλά η πιο χρήσιμη από αυτές ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο με
τζάκι, ένα κρεβάτι, και δυο ντιβάνια, κατά γης.
Το τζάκι χρησίμευε για θέρμανση άλλα και για μαγείρεμα.
Και στο δωμάτιο υπήρχε ένας νιπτήρας και μεγάλες
ντουλάπες για τις κουβέρτες και τα παπλωματά.
Η οικογένεια έμενε εκεί κατά τη διάρκεια του κρύου
χειμώνα, που διαρκούσε πόλους μήνες. Το χιόνι πολλές
φορές έφτανε το ένα μέτρο. Οι νύχτες ήταν πνιγμένες στο σκοτάδι, και το μόνο φως έρχονταν από τα
άστρα η το φεγγάρι.
Μέσα το φως ήταν ‘καλό’. Οι γκαζόλαμπες ήταν πολύ χρήσιμες, αλλά είχαμε επίσης κεριά
(σπαρματσέτα), και δαδιά, όταν βγαίναμε έξω για να πάμε στη τουαλέτα που πάντα ήταν έξω από το
σπίτι.
Μέσα στο βαθύ σκοτάδι, το μόνο πράμα που μαρτυρούσε ότι εδώ υπήρχε ζωή, ήταν το αμυδρό φως που
έβγαινε από τα παράθυρα των σπιτιών, και το γάβγισμα των σκυλιών που απαντούσαν στα ουρλιαχτά
των λύκων που ακούγονταν από το κοντινό δάσος.
Το χειμώνα, πολλές φόρες κατεβαίναν τη νύχτα μέσα στο χωριό, αναζητώντας τροφή.
, μ Το ισόγειο που ήταν εν έρει τυφλό δεδομένου ότι το πίσω μέρος από αυτό ήταν υπόγειο, σε χαμηλότερο
επίπεδο, στο βάθος, δεξιά και αριστερά είχε δυο σκοτεινούς χώρους, ένα κελάρι κρασιού που ήταν
αρκετά κρύο, και το άλλο ήταν το (Νταμ), ο χώρος των κατσικιών.
Το κεντρικό τμήμα περιείχε τη σιταποθήκη και ήταν πιο φωτεινό.
Το αριστερό μπροστινό τμήμα είχε χρησιμεύσει κάποτε σαν κατάστημα, όπου ο παππούς Παναγιώτης
είχε την επιχείρηση του.
Δεξιά από το σπίτι, στην αυλή, μια κατασκευή χρησίμευσε σαν κουζίνα και πλυσταριό, και είχε ένα
φούρνο για το ψήσιμο φαγητών.
Ο κύριος φούρνος όπου ψήνονταν το ψωμί της οικογένειας ήταν σε άλλο χώρο στην αυλή, σε ένα
σκέπαστρο, όπου αποθηκεύονταν και τα καυσόξυλα.
Ένα κοτέτσι με λίγες κότες, για τα αυγά της ημέρας, ήταν επίσης μια προσθήκη στην αυλή, όπου τα
λουλούδια, η κληματαριά και δύο οπωροφόρα δέντρα συμπλήρωναν την εικόνα ενός μεγάλου, ορεινού
σπιτιού.
Επιπλέον, για τις ανάγκες της οικογένειας υπήρχαν έξω από το χωριό, ένας λαχανόκηπος, δύο αμπέλια,
και μερικά χωράφια όπου φύτευαν σιτάρι.
Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΚΤΗΤΟΥ
Αμέσως μετά την εισβολή των Γερμανών, μια αντίσταση ξέσπασε σε όλλη την Ελλάδα, και το Λέχοβο
ήταν μια από τις περιοχές όπου ή εξέγερση ήταν πολύ μεγάλη σε αριθμό νέων που εισχώρησαν στα
αντάρτικα σώματα.
Τα βουνά γύρω από το χωριό είχαν γεμίσει με αντάρτες. Πολύ συχνά έρχονταν μέσα στο χωριό
αναζητώντας τρόφιμα και άλλες προμήθειες.
Πολλές φορές, οι κάτοικοι τους έστελναν τροφή και άλλα είδη για τις ανάγκες τους.
Μερικοί από αυτούς ήταν νέοι από το χωριό, Παιδιά 18 μέχρι και 25 χρονών, γεμάτοι από φαντασία και
επιθυμία για περιπέτεια, που δεν αντιλαμβάνονταν τον κίνδυνο του πόλεμου.
Ο οπλισμός τους ήταν υπολείμματα του Ελληνικοί στρατού που τα είχε εγκαταλείψει στα χαρακώματα
στο βουνό, μετά την μάχη που ηρωικά έδωσε για τη τιμή τις πατρίδας.
.
Ευτυχώς, οι Γερμανοί ήταν εγκαταστημένοι περίπου τριάντα χιλιόμετρα μακριά, στην Πτολεμαίδα Αλλά
υπήρξε πάντα μια πιθανότητα από μια απροσδόκητη επίσκεψη. Και ο φόβος μιας εμπλοκής με τους
επαναστάτες προκαλούσε μεγάλη ανησυχία στους κάτοικους. οι Γερμανοί απαντούσαν πάντα με την
εκτέλεση ομήρων.
ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ
Μια μέρα, στις 23 Ιουλίου, μια μεγάλη ομάδα Γερμανών και Ελλήνων μισθοφόρων περικύκλωσε το
χωριό μας κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Νωρίς το πρωί, τα δαιμονισμένα κροταλίσματα από τα πολυβόλα ανήγγειλαν την ανεπιθύμητη άφιξή
τους.
Οι άνθρωποι ξύπνησαν τρομαγμένοι.
Το πρωί, το χτύπημα της καμπάνας και μια δυνατή φωνή σκόρπισαν τη φρίκη στους κατοίκους:
"Όλα τα άτομα δεκαοχτώ και πάνω διατάζονται να μαζευτούν στη πλατεία του χωριού!"
Ξαφνιασμένοι οι άνδρες, περισσότεροι από αυτούς ηλικιωμένοι, τρέμοντας από το φόβο, άρχισαν να
μ . αζεύονται στη πλατεία του χωριού Δεν είχαν καμία άλλη επιλογή. Δεν ήταν σε θέση να τρέξουν μακριά
στο δάσος για να κρυφτούν.
Όταν όλοι συγκεντρώθηκαν, οι Γερμανοί τους έβαλαν σε μια γραμμή στην πλατεία, δίπλα στον πλάτανο.
Ήταν άγνωστο ποια θα ήταν η μοίρα τους.
Η ανάκριση άρχισε σύντομα. Και από ένα παράθυρο του σπιτιού μας, με μια καλή θέα της πλατείας,
παρακολουθούσα τρέμοντας τα τρομακτικά γεγονότα.
Την τρομερή κραυγή του Γερμανού αξιωματικού ακολούθησε η φωνή του Έλληνα διερμηνέα:
" "Έχουμε πληροφορίες ότι αντάρτες κρύβονται σε αυτό το χωριό!" "Τους βοηθάτε με
προμήθειες!.....
"Όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, να βγει από τη γραμμή και να μας πει που κρύβονται!"
Αφού κανένας δεν έβγαινε να κάνει βήμα μπροστά, έσυραν βίαια έναν άνδρα από τη γραμμή (ήταν όπως
έμαθα αργότερα ο Παντελής Μάντζος).
Η ανάκριση συνοδεύτηκε από χτυπήματα με ένα μακρύ ξύλο και με κραυγές πόνου.
"Πες μας που κρύβονται οι αντάρτες!"
Ουρλιάζοντας από τον πόνο, ο καημένος φώναζε: "Δεν ξέρω, δεν ξέρω!"
Η ανάκριση συνεχίστηκε με άλλους άνδρες για ατέλειωτες ώρες.
Γεμάτος τρόμο, παρακολουθούσα τη τραγωδία από ένα παράθυρο του σπιτιού μας που έβλεπε στη
πλατεία.
Η φρικτή νύχτα που ακολούθησε φάνηκε ατέλειωτη. Κανένας μας δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Το
κροτάλισμα των πολυβόλων έσπαζε τη περίεργη σιωπή πότε πότε.
Όλοι οι κάτοικοι είχαν αμπαρωθεί στα κατασκότεινα σπίτια τους, και με μεγάλη αγωνία περίμεναν τον
εφιάλτη να τελειώσει.
Αλλά το ξημέρωμα ήταν ακόμα πιο φριχτό.
Ο θόρυβος από τζάμια που έσπαγαν, μαζί με τον εκκωφαντικό κρότο των πολυβόλων, ολοκλήρωνε την
εικόνα του τρόμου.......
Ξαφνικά, δυνατά χτυπήματα στην πόρτα μας έκανε να παγώσουμε. Τρεις άνδρες ντυμένοι με τις
περίεργες στολές των SS, βίαια μπείκαν μέσα στο σπίτι μας. (Να σημειωθεί εδώ οτι μερικοί ήταν
Έλληνες, μισθοφόροι των “Ταγμάτων Ασφαλείας”)
"Το χωριό θα βομβαρδιστεί!.......". Ο Έλληνας διερμηνέας εξήγησε. "Πάρτε ότι μπορείτε μαζί σας
και φύγετε μακρυά αμέσως!"
Οι γυναίκες του σπιτιού και εγώ, κλαίγοντας, πήραμε μερικές κουβέρτες, ένα καρβέλι ψωμί και μια
στάμνα με νερό και βγήκαμε έντρομοι έξω ακολουθώντας ένα πλήθος που πήγαινε προς το βουνό.
Γύρισα το κεφάλι μου πίσω να ρίξω μια τελευταία ματιά στο σπίτι μας. Είδα τους Γερμανούς να ρίχνουν
ένα είδος σκόνης στο πάτωμα.
'Εκλεγα φωνάζοντας: “Σπίτι μου γλυκό, δεν θα σε δούμε ξανά....”.
Ακολουθήσαμε το κόσμο που ανέβαινε το δρόμο που οδηγούσε προς το βουνό.
Τα σπίτια κατά μήκος του δρόμου καίγονταν, και ξύλινα δοκάρια τυλιγμένα στις φλόγες πέφτανε κάτω
φράζοντας το δρόμο μας. Ο καπνός, η δυσωδία από καμένα μάλλινα ρούχα και κουβέρτες μας έκοβαν
την αναπνοή.
Βρήκαμε ένα ρηχό φαράγγι που ήταν ξερό και φαινόταν ασφαλές. Στρωθήκαμε κάτω από ένα δέντρο και
βολευτήκαμε όσο καλά μπορούσαμε.
Πολλοί άνθρωποι είχαν πάει εκεί πριν από μας. Ήταν ένα πλήθος από γυναίκες και παιδιά πού φώναζαν
και έκλαιγαν απελπισμένα, μαζί με τα γαβγίσματα των τρομαγμένων σκυλιών.
Εκείνη η νύχτα τα αστέρια δεν έλαμπαν στον ουρανό. Ο ουρανός έφεγγε από τις φλόγες του χωριού που
καιγόταν.
Αλλά μετά από μια φρικτή νύχτα στο φαράγγι, η μέρα φάνηκε ειρηνική, και μερικοί από μας, επέστρεψαν
φοβισμένοι στο χωριό για να ρίξουν μια ματιά στα σπίτια τους.
Η θέα ήταν σπαρακτική. Το σπίτι μας ήταν ένας σωρός από καπνίζοντα χαλάσματα. με μερικούς
καψαλισμένους τοίχους που στέκονταν ακόμα ψηλά περήφανα, να μας θυμίζουν ότι αυτό ήταν το σπίτι
μας.
Ευτυχώς, η κουζίνα και άλλες εγκαταστάσεις στην πίσω αυλή είχαν μείνει ανέπαφα από την πυρκαγιά.
Τα κοτόπουλα και οι μικρές πάπιες βγήκαν από το κρυψώνα τους φωνάζοντας χαρούμενα.
Είχαν επιζήσει, αλλά ήταν πεινασμένα, τα καημένα.
Η μοίρα των δύο κατσικιών στο υπόγειο του σπιτιού ήταν άγνωστη. Τίποτα δεν θα μπορούσε να έχει
επιζήσει κάτω από τα καμμένα συντρίμμια του πατώματος και της βαριάς σκεπής.
Ταΐσαμε τα ζώα και, παίρνοντας τόσα πράγματα όσα μπορούσαμε να κουβαλήσουμε, επιστρέψαμε
στο καταφύγιό μας στο δάσος.
Ο ζεστός καιρός ήταν η μόνη παρηγοριά. Αφού φάγαμε κάτι, ξαπλώσαμε καταγής περιμένοντας
απελπισμένα την επόμενη μέρα.
Εκείνη τη νύχτα τα αστέρια έλαμπαν χαρούμενα στον ουρανό. Ήταν ένα καλό σημάδι.
Κατορθώσαμε να κοιμηθούμε για λίγο. Το πρωί φάνηκε ήσυχο. Ήμασταν χαρούμενοι που είμαστε
ζωντανοί.
Ίσως αύριο θα ήταν μια καλύτερη μέρα; Ίσως ο Θεός δεν μας είχε εγκαταλείψει............
ΣΗΜ.
Διαπιστώθηκε μετά από λίγα χρόνια, κατά την εκσκαφή και το καθάρισμα του οικοπέδου, ότι είχε
γίνει μεγάλο πλιάτσικο στο σπίτι. .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Α. Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις των αποστολέων τους.
Β. Θερμή παράκληση, τα σχόλια να είναι κόσμια, ώστε να συνεισφέρουν στο διάλογο.
Γ. Δεν δημοσιεύονται σχόλια:
1.-Υβριστικoύ χαρακτήρα
2.- Γραμμένα με greeklish
3.- Με προσωπικό περιεχόμενο

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.