Ηλεκτρονική εφημερίδα με νέα της περιοχής Αμυνταίου – Φλώρινας και όχι μόνο… από το 2008

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

Μικρές περιπλανήσεις στις εξοχές του Αμυνταίου. Από την Καρλιούσκα στο Όροβο και στο Κιρλί Δερβέν

Εκείνη η χρονιά υπήρξε πολλή σπουδαία χρονιά, χρονιά μήτρα.

Βεβαίως, όχι επειδή στο θρυλικό πια Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, που διεξαγόταν κατά τη διάρκεια της

Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης στο Αλεξάνδρειο Αθλητικό Μέλαθρο (Παλαί ντε σπορ) και παρουσίαζε ο εμβληματικός Άλκης Στέας, το τραγούδι «Αν ήμουν πλούσιος» με συνθέτη και ερμηνευτή τον Δώρο Γεωργιάδη και στιχουργό τη Σώτια Τσώτου πήρε το πρώτο βραβείο, αλλά για κάτι άλλο πολύ σημαντικό.

Ήμασταν εικοσιπεντάχρονοι, το επαγγελματικό μέλλον μας ήταν ολοφάνερο, περιμέναμε από μέρα σε μέρα το διορισμό μας, η Χούντα έπνεε τα λοίσθια, ήμασταν αισιόδοξοι και ρομαντικοί.

Πρωί-πρωί κάποιο Σάββατο ταξιδέψαμε με την οτομοτρίς για τη Θεσσαλονίκη.

Μου άρεζε πολύ εκείνο το μικρό, δίχρωμο, παραλληλόγραμμο χαρτονάκι με την στρογγυλή τρύπα στο κέντρο του, που παίρναμε από τα «Εισιτήρια», την αίθουσα του Σιδηροδρομικού Σταθμού, που ήταν επίσης αίθουσα αναμονής. Ήταν μάλιστα «Μετά επανόδου» και το φύλαγα στην πιο ασφαλή τσέπη.

Πηγαίναμε να επισκεφτούμε τη Διεθνή Έκθεση, ένα φαντασμαγορικό πανηγύρι, που κατέκλυζαν πλήθη από όλη τη Μακεδονία και πιο πέρα ολόγυρα.

Περιηγηθήκαμε στα περίπτερα των Η.Π.Α. και της Ουγγαρίας, είδαμε την Έκθεση Αυτοκινήτου στο υπόγειο του Παλαί ντε σπορ, ήπιαμε μαύρη μπίρα με νοστιμότατο hot doc και διανυκτερεύσαμε στην ταράτσα του ξενοδοχείου «Ατλαντίς» κάτω από τον ουρανό με τα’ άστρα της «μεγάλης φτωχομάνας».

«Αν δεν σε βρουν χαράματα

Πως θες να ακούς τα αηδόνια.

Η αγάπη πέντε γράμματα,

Μα τα μαθαίνεις χρόνια»,

τραγουδά η Αργυρώ Καπαρού.

Εμάς δεν μας βρήκαν χαράματα, ξυπνήσαμε χαράματα και χαρήκαμε την πρωινή Θεσσαλονίκη.

Μια μπουγάτσα, κυριολεκτικά και μεταφορικά γλυκύτατη, μ’ ένα ποτήρι γάλα «Αγνό» μας αναζωογόνησε.

Αυθεντικοί επαρχιώτες, με ανεπαρκείς παραστάσεις μεγαλούπολης, χαζέψαμε στις βιτρίνες της Εγνατίας και της Βενιζέλου, κάναμε βόλτα στην Παραλιακή μέχρι το Λευκό Πύργο και ήπιαμε νες φραπέ στο καφέ «Ντορέ».

Το μεσημέρι απολαύσαμε έναν υπέροχο, ψιλοκομμένο πατσά, με ξύδι και μπούκοβο, στο πατσατζίδικο «Κωνσταντινούπολις» και συνδυάσαμε την ανατολίτικη γεύση του με Coca Cola!

Αργά το απόγευμα με την τελευταία οτομοτρίς επιστρέψαμε στο Αμύνταιο.

Διατελούσαμε σε ευχάριστη, με λίγη αγωνία, αναμονή.

Συνήθιζα, τα απογεύματα, να ακούω ειδήσεις από το Εθνικό Πρόγραμμα (Πρώτο Πρόγραμμα) της Ελληνικής Ραδιοφωνίας γιατί ως επίλογο είχε αναφορά στο δελτίο τιμών αγοράς λαχανικών του Υπουργείου Γεωργίας. Είχαμε ένα ραδιόφωνο Murphy αγορασμένο από το μαγαζί του Χρήστου Φιλίππου, ένα, τηρουμένων των αναλογιών, πολυκατάστημα της εποχής, όπου αγόραζες λαμπόγυαλο, ψυγείο, ραδιόφωνο, ακορντεόν και κιθάρα, ποδήλατο, νοίκιαζες και πιάτα και κουταλοπίρουνα για γάμους!

Ο κ. Χρήστος ήταν ένας ιδιαίτερος πολίτης, με ευαισθησία για το Περιβάλλον και τη Δημοκρατία.

Μια από τις ειδήσεις ήταν διορισμοί Δασκάλων.

Αυτό ήταν! Η ανησυχία με δυσκόλεψε, να κοιμηθώ, «κυκλοφορούσε στο νου μου περ’ απ’ τα μεσάνυχτα» (Χ. και Π. Κατσιμίχας). Ήμασταν σίγουροι για το διορισμό αλλά αβέβαιοι για τον τόπο διορισμού.

Θαρρείς πως ξημέρωσα στην πόρτα του βιβλιοπωλείου και εφημεριδοπωλείου του Μήτσου Καρίκα, τόσο πρωί βρέθηκα εκεί, για να αγοράσω τη Μακεδονία ή τον Ελληνικό Βορρά, πρωινές εφημερίδες της Θεσσαλονίκης, οι οποίες θα είχαν δημοσιεύσει τα ονόματα των διορισμένων.

Ο κ. Μήτσος δεν είχε ανοίξει, τα δέματα των εφημερίδων ήταν αφημένα από το διανομέα στο πεζοδρόμιο, μπροστά στην πόρτα.

Δεν άντεχα να περιμένω. Ένας «Ελληνικός Βορράς» ήταν περασμένος στο δέσιμο του δέματος.

Τον τράβηξα εύκολα και πήγα σπίτι να διαβάσω τους διορισμούς.

Αργότερα γύρισα, εξήγησα στον κ. Μήτσο το γεγονός και πλήρωσα, νομίζω, μιάμιση δραχμή, το αντίτιμό της.

Ναι, είχαμε διοριστεί, εγώ στην Αχαΐα και ο Πέτρος στη Λακωνία.

Ήταν Σεπτέμβρης του 1972, χρονιά μήτρα της τριακονταπεντάχρονης διαδρομής μου στη Δημόσια Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση.

Το απομεσήμερο της ίδιας μέρας, με αντικρουόμενα συναισθήματα χαράς και λύπης πήγαμε, για ξέδομα, μια «πορεία», όπως συνηθίζαμε από μαθητές του Δημοτικού Σχολείου.

Αφετηρία μας το Ζαχαροπλαστείο «Τα Ρόδα» της κ. Ρούλας Χ” Αθανασίου-Καναργελίδη-σημερινό «Καφέ Μπαρ τα Ρόδα», το οποίο όμως λειτουργούσε εκεί όπου σήμερα το κατάστημα παιδικών παιχνιδιών του Θεόδωρου Χαλκίδα, στην πλατεία Αγίων Κων/νου και Ελένης.

Πήγαμε, με τα πόδια φυσικά, στο Ξινό Νερό, ξεδιψάσαμε στις βρύσες του Στρετ Σέλο με το ασύγκριτο νερό τους, φυσικό ανθρακούχο μεταλλικό νερό και θαυμάσαμε την επιβλητική παρουσία του μοναδικού διδακτηρίου του Δημοτικού Σχολείου, στο οποίο πολλά χρόνια αργότερα είχα την τύχη να λειτουργήσω ως δάσκαλος και Δ/ντής του.

«Πρόκειται για ένα τριώροφο οικοδόμημα, με ορθογωνική κάτοψη, ένα αξιόλογο κτίσμα των αρχών του προηγούμενου αιώνα (κτίστηκε μεταξύ 1907-1910) ένα κομψοτέχνημα αρχιτεκτονικής, αντιπροσωπευτικό δείγμα σχολείου με εκλεκτικιστική διάθεση στην μορφολογική οργάνωση των όψεων, όπου συνυπάρχουν στοιχεία αναγεννησιακά και μπαρόκ».

Τον Αύγουστο του 1988 με απόφαση του Τμήματος Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού, Υπουργός η αξέχαστη Μελίνα Μερκούρη, κρίθηκε ως έργο τέχνης και ως διατηρητέο μνημείο.

Περάσαμε όλο το χωριό από τον κεντρικό του δρόμο, διασχίσαμε τη Βούσια και ανηφορίσαμε στην Σκάλα για να βγούμε στο διάσελο ανάμεσα στην Κουρία και την Καρλιούσκα.

Στο Σιντριβάνι και την ποτίστρα ξεκουραστήκαμε, χαζεύοντας ένα κοπάδι πρόβατα, που ροβολούσε προς το μαντρί του.

Είχαμε πλέον ισορροπήσει. Η πολύωρη περιήγηση στη φύση είχε ενεργήσει ως ίαμα. Ο δρόμος, τον οποίο άνοιγε ο διορισμός μας ήταν σαφής, θα τον ακολουθούσαμε.

Θα «ροβολούσαμε» κάτω από το αυλάκι, στην Πελοπόννησο, όπως μας έλεγε αργότερα, ο φίλος μας ο Κώστας ο Άρχοντας. Ανάλαφροι συνεχίσαμε την πεζοπορική πορεία.

Λίγο πιο πάνω κινηθήκαμε ανατολικά στο Φούντης, βρεθήκαμε στο Όροβο, στον προφήτη Ηλία και τελικά συναντήσαμε το δημόσιο δρόμο Αμυνταίου-Φλώρινας στο Κιρλίν Δερβέν.

Από το χωματόδρομο, δίπλα στην παλιά στάση του ΚΤΕΛ Φλώρινας για τις Πέτρες, φτάσαμε στη Μασλάρκα και από εκεί στο Αμύνταιο.

Μια απροσδόκητη, πλην όμως πανέμορφη, ορεινή διαδρομή είχε ολοκληρωθεί και είχε χαραχθεί στον άυλο χάρτη του μυαλού, περιμένοντας ωστόσο το πλήρωμα του χρόνου για την επανάληψή της.

Λίγες μέρες αργότερα με μια βαλίτσα στο ένα χέρι κι ένα κοτόπουλο, ψημένο από τη μάνα μου, τυλιγμένο προσεκτικά σε μια πετσέτα και μισό καρβέλι ψωμί στο άλλο, επιβιβάστηκα στο βραδινό τρένο για την Αθήνα.

Το πρωί από το Σταθμό Λαρίσης πήγα στον Σταθμό Πελοποννήσου με τη βαλίτσα πάντα στο ένα χέρι και στο άλλο μισό κοτόπουλο και ψωμί.

Το μεσημέρι έφτασα στο Διακοπτό Αιγιαλείας, μια όμορφη παραθαλάσσια κωμόπολη στις ακτές του Κορινθιακού κόλπου, γενέτειρα του αξέχαστου ηθοποιού Διονύση Παπαγιαννόπουλου.

Το απόγευμα με τον περίφημο Οδοντωτό διασχίζοντας το καταπληκτικό φαράγγι του Βουραϊκού έφτασα επιτέλους στα Καλάβρυτα, έδρα της Επιθεώρησης Δημοτικής Εκπαίδευσης Περιφέρειας Καλαβρύτων.

Στα χέρια μου τώρα κρατούσα μόνο τη βαλίτσα, το κοτόπουλο και το ψωμί της μάνας μου είχαν σωθεί όμως η βούληση μου να ξεπεράσω τις δυσκολίες, που ήταν προφανείς, ήταν ακέραιη.

Το επόμενο πρωί έπρεπε να βρω κάποιο μεταφορικό μέσο για να με πάει στο χωριό Λεύκα (παλιά ονομασία Ντούνισα), έναν οικισμό σαν τη χούφτα των δυο χεριών με δέκα και κάτι σπίτια, τριάντα ίσως κατοίκους, σε υψόμετρο 1.100 μ. στις πλαγιές του Χελμού, χωρίς συγκοινωνία, χωρίς ηλεκτρισμό αλλά μια αγκαλιά πολλή φιλόξενη.

Το 1/θέσιο Δημοτικό Σχολείο είχε μόνο πέντε μαθητές.

Πήγα, έμεινα μια σχολική χρονιά, αποκόμισα μια μοναδική εμπειρία.

Ήταν Σεπτέμβρης του 1973 και στη Χιλή μόλις είχε δολοφονηθεί ο Σαλβαδόρ Αλιέντε!

 

21 Αυγούστου 2020

Τα χρόνια πέρασαν, τα περισσότερα απ’ αυτά ανήκουν στον περασμένο αιώνα, κύλησαν σαν το ποταμίσιο νερό σε ορεινή κοίτη, άλλοτε σε τραχιά φαράγγια και άλλοτε σ’ ήπιες κοιλάδες.

Φίλοι παιδικοί, επιστήθιοι, έφυγαν αδόκητα, καινούργιοι τώρα με συντροφεύουν στις ορεινές αποδράσεις.

Η πεζοπορία έχει καταστεί καλή συνήθεια σε πολλούς, η ορειβασία έχει πιστούς φίλους, που όλο και πληθαίνουν, μονοπάτια σε βουνά, σε δάση, σε κάμπους προσελκύουν κόσμο.

«Εξελιχθήκαμε στις ανοιχτές εκτάσεις της αφρικανικής σαβάνας» γράφει ο βιολόγος Έντουαρντ Γουίλσον και συνεχίζει: «Εξοικειωθήκαμε με τη φύση αναζητώντας προστασία από τις σκιές των δέντρων. Ο γενετικός μας προγραμματισμός, διαμορφωμένος, στο πέρασμα των χιλιετιών, εξακολουθεί να λαχταρά τη σύνδεση με τη φύση». (Νατάσα Μπαστέα. «ΤΑ ΝΕΑ»)

Κι εμείς ανοίγουμε νέες διαδρομές ή επαναλαμβάνουμε παλιές, απλά επειδή μας αρέσει και μας ταιριάζει!

Κάποτε είχαν ρωτήσει, το μεγάλο ορειβάτη George Mallory, ο οποίος σκοτώθηκε τον Ιούνιο του 1924 στο Έβερεστ, χωρίς να ξέρουμε αν κατέκτησε την κορυφή ή όχι, γιατί θέλει να ανέβει στο Έβερεστ.

Η απάντησή του ήταν: «Γιατί είναι εκεί».

Μισό αιώνα, περίπου, μετά εκείνη την «πορεία» του διορισμού αποφασίσαμε, (ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, που έλεγα), να πραγματοποιήσουμε μια παραλλαγή της.

Από το εξωκλήσι της Αγίας Βαρβάρας του Ξινού Νερού ακολουθήσαμε το χωματόδρομο, ο οποίος από την Πίστι Βόντα ανεβαίνει στο διάσελο ανάμεσα στην Καρλιούσκα και την Γκόλα Τούμπα. (Σήμερα κάθε άλλο παρά γυμνή είναι).

Ο δρόμος διασχίζει λίγες καλλιέργειες και χέρσα κομμάτια γης, όπου κυριαρχεί ο αγκαθωτός θάμνος ή και μικρό δέντρο Παλιούρι (αγκάθι της Ιερουσαλήμ).

Κατόπιν ανηφορίσαμε σε όμορφο πευκοδάσος, όπου μελισσοκόμοι έχουν εγκαταστήσει τις κυψέλες τους, με ηλεκτροφόρες περιφράξεις για προφύλαξη από τις αρκούδες.

Ο δρόμος στη συνέχεια διασχίζει πολύ όμορφο δάσος βελανιδιάς για να καταλήξει στο Φούντης, όπου ο δρόμος ανατολικά οδηγεί στο Όροβο και δυτικά κοντά στο Σιντριβάνι. Πήγαμε δυτικά (αριστερά), το δάσος είναι πλέον μικτό και με πολλή ευχαρίστηση αναγνώρισα φράξους, γάβρους, φουντουκιές (μάζεψα μια φούχτα τρυφερούς ακόμη καρπούς), κρανιές με λιγοστά κράνα, ταρλίνκες, (τσάμπουρνα) αγκαθωτοί, χαμηλοί θάμνοι, των οποίων οι μοβ, ολοστρόγγυλοι, μικροί καρποί ωριμάζουν αργότερα με τα πρώτα κρύα, αγριοτριανταφυλλιές (σιπ), βατομουριές με γλυκύτατα μούρα, τσουκνίδες, γαϊδουράγκαθα. Πλούσια μαγευτική χλωρίδα.

Με λύπη μας δεν ανταμώσαμε μήτε αρκούδα μήτε αγριογούρουνο. Μόνο δυο-τρία κοτσύφια κι ένα ζευγάρι τσαλαπετεινών.

Ο χωματόδρομος ξετυλίγεται εξ ολοκλήρου στη βόρεια πλαγιά της Καρλιούσκας και διασταυρώνεται με το χωματόδρομο, ο οποίος από το Ξινό Νερό οδηγεί στο Γκάμπριο.

Στη διασταύρωση κινηθήκαμε προς τα νότια, διασχίσαμε το διάσελο της Κουρίας, στην ποτίστρα στο Σιντριβάνι ξεκουραστήκαμε, όπως και τότε, ένα κοπάδι πρόβατα κατηφόριζε προς το μαντρί τους, όπως και τότε. Μερικά πράγματα λες και δεν αλλάζουν με τίποτα.

 Η θέα μετά το Σιντριβάνι, προς τα νότια, είναι έξοχη.

Κατεβήκαμε στην Μπάρα του Χατζή και από εκεί στο χωριό και στην Αγία Βαρβάρα.

Είχαμε ολοκληρώσει το γύρο της Καρλιούσκας, μια περίμετρο 9,25 χιλιομέτρων σε δύο ώρες και δέκα λεπτά.

Την παρέα αποτελούσαν ο Γιάννης Λιάσης, ο Θωμάς Τζήγας, ο Ηλίας Κωτσόπουλος, ο Γρηγόρης Κράιος και εγώ.

 


Υ.Γ. Για την οικονομία της αφήγησης εμφιλοχώρησε σ’ αυτήν μια χρονική αναντιστοιχία στη σειρά των πραγματικών γεγονότων, η οποία όμως σε κάποια στιγμή αποκαθίσταται.

 

Αμύνταιο 22 Σεπτεμβρίου 2020

Θανάσης Τραϊανός









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Α. Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις των αποστολέων τους.
Β. Θερμή παράκληση, τα σχόλια να είναι κόσμια, ώστε να συνεισφέρουν στο διάλογο.
Γ. Δεν δημοσιεύονται σχόλια:
1.-Υβριστικoύ χαρακτήρα
2.- Γραμμένα με greeklish
3.- Με προσωπικό περιεχόμενο

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.