Ηλεκτρονική εφημερίδα με νέα της περιοχής Αμυνταίου – Φλώρινας και όχι μόνο… από το 2008

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

Ορεινές διαδρομές: Στο Νυμφαίο δυο φορές (ΦΩΤΟ)

 

Για το Νυμφαίο τι να τολμήσω; Είναι από τις φορές, που θεωρώ πως οι λέξεις θα υστερήσουν συντριπτικά μπροστά στις εικόνες του.

Η Νέβεσκα δεν χωράει ούτε σε μια φωτογραφία ούτε πολύ  περισσότερο

σ’ ένα σημείωμα.

Είναι παραμυθένιο, όταν το στολίζουν χιόνια και παγοκρύσταλλα, ονειρικό, όταν η καφετιά αρκούδα ξυπνάει από το χειμερινό ύπνο της, γαλήνιο στη ραστώνη του θέρους και πολύχρωμο, όταν η οξιά και η φτέρη στην Τζένα γίνονται μούσκεμα από τα πρωτοβρόχια.

Τα πετρόκτιστα σπίτια του, φτωχικά και αρχοντικά, με τις λαμαρινένιες σκεπές, τσουλήθρες για τα χιόνια, τα λιθόστρωτα δρομάκια, η Νίκειος Σχολή, το Μουσείο των Χρυσικών και η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, που δεσπόζουν ανάμεσά τους, συμπληρώνουν ταιριαστά το συναρπαστικό φυσικό τοπίο.

Ένας ορεινός, παραδοσιακός οικισμός απαράμιλλης ομορφιάς!

Η πρώτη μετεμφυλιοπολεμική δεκαετία, σκληρή για πολλούς, τραβούσε την ανηφόρα. Ένας ακόμη Οκτώβρης είχε ολοκληρώσει την ετήσια διαδρομή του και μαζί του οι κλασικές αγροτικές εργασίες.

Τα λιγοστά χωράφια μας, των οποίων είχαμε το δικαίωμα της επικαρπίας, είχαν οργωθεί και η σπορά τους είχε συντελεστεί.

Τα εφόδια για τον επερχόμενο χειμώνα, αλεύρι, τυρί, πατάτες, κρεμμύδια, πράσα, λάχανα είχαν , με φρόνηση, αποθηκευτεί.

«Ο καλός νοικοκύρης το χειμώνα χαίρεται.»

Νιζάλκες με κατακόκκινες πιπεριές, γλυκές και τσούσκες, και κάτασπρα σκόρδα, κρεμασμένες στις γρεντιές, στόλιζαν όμορφα το κελάρι.

Το οικόσιτο γουρούνι πάχαινε στην κουτσίνα και με λαχτάρα περίμενα τη θυσία του, στα μέσα του Δεκέμβρη, για να γευτώ κρέας ψημένο στη μασιά, πάνω στο ζάρ της σόμπας καθώς και νοστιμότατες τζουμπαρλίνκες.

Στο κοτέτσι, τα πετεινάρια μεγάλωναν και αυτά, με αβγά από τις κότες μας αγόραζα από το μπακάλικο του Μπάρμπα, που βρισκόταν απέναντι από το Σιδηροδρομικό Σταθμό και δίπλα στη ταβέρνα του Σταύρου Μαλάτση, πετρέλαιο για τις λάμπες μας.

Το ηλεκτρικό ρεύμα ήταν για μας ακόμη απλησίαστο όνειρο.

Έμενε να εξασφαλιστούν τα ξύλα για τη θέρμανση.

Οι χειμώνες τότε ήταν πιο τραχείς.

Το υπογράμμιζαν με έμφαση κι όσοι πέρασαν από το Αμύνταιο ως υπάλληλοι ή στρατιωτικοί.

Γι’ αυτό ο πατέρας μου έζεψε το άλογο στο κάρο, πήρε μαζί του για βοήθεια τον Τασούλη, προτού αυτός μεταναστεύσει στη Αυστραλία και βρέθηκαν το βραδάκι στο Νυμφαίο ώστε την επομένη να κόψουν ξύλα ή τουλάχιστο να μαζέψουν ξερά από το δάσος.

Ήταν Νοέμβρης και κάποιος Νεβεσκιώτης, όπως έλεγε πάντα ο πατέρας μου, όταν τον είδε να κατευθύνεται στο Λάκκο, μάντεψε τις προθέσεις του και ως Καλός Σαμαρείτης τον απέτρεψε να πάει στο δάσος, να διανυκτερεύσει εκεί στην ερημιά με το μικρό, όπως του τόνισε κατηγορηματικά και να ξεπαγιάσουν ή να τους φάνε οι λύκοι.

Φαίνεται πως ο καιρός, όταν έφτασαν στο Νυμφαίο, το είχε γυρίσει σε χιονιά.

Τους φιλοξένησε το βράδυ, το επόμενο πρωί φόρτωσε το κάρο τους με δικά του, ξερά κιόλας, ξύλα και τους ευχήθηκε καλή επιστροφή και καλό χειμώνα.

Δυστυχώς δεν είχα την πρόνοια να μάθω το όνομά του και έτσι μου έμεινε άγνωστος.

Θυμάμαι όμως, πως κάποια Δευτέρα, μετά το παζάρι, ήρθε στο σπίτι μας κι η μητέρα μου τον κέρασε τσίπουρο και γλυκό κυδώνι.

Με το γαλήνιο Νυμφαίο του θέρους, ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο αρκετά χρόνια αργότερα, το 1971.

Είπαμε, ένα Σαββατοκύριακο, να κάνουμε διήμερη «πορεία» με διανυκτέρευση στο Νυμφαίο.

Είχαμε αρκετά ακούσματα για το Νυμφαίο από το φίλο και συμμαθητή μου Γιώργο Μπιτίτσιο, τον Γιώργο Γκόλνα, τον Γιάννη Μουλά.

Φίλοι, από την προσκοπική εμπειρία, είχαν κατασκηνώσει κάποιο καλοκαίρι στην Κόστα με αρχιπρόσκοπο τον εμβληματικό Θωμά Μίγκο και μας είχαν πει αρκετά για το μοναδικό αυτό βλάχικο χωριό.

Φτάσαμε στον Αετό με οτοστόπ, στην καρότσα ενός φορτηγού, και από το Μοναστήρι των Ταξιαρχών, στις νοτιοανατολικές υπώρειες του Βιτσίου, όπου παλιότερα λειτούργησαν μαθητικές κατασκηνώσεις, ξεκινήσαμε την πεζοπορία.

Η μοναδική προμήθεια που είχαμε ήταν μια κολοκυθόπιτα, καμωμένη με πολλή προθυμία από τη μητέρα μου την Ντίτα (Αφροδίτη). Τυλιγμένη προσεκτικά σε μια πετσέτα την κουβαλούσα σ’ έναν τορβά κρεμασμένο στον ώμο μου.

Ο τρίτος της παρέας, Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός, είχε φέρει μόνο για την περίσταση αυτή, στρατιωτικά παγούρια και έτσι είχαμε μαζί μας και νερό.

Χρόνια μετά, μου θύμιζαν πως νοστιμότερη πίτα δεν είχαν ξαναφάει!

Την ήπια ανηφοριά την ανεβήκαμε, λες και κάναμε βόλτα στον κεντρικό δρόμο του Αμυνταίου, από τον Σταθμό ως την Τράπεζα, φλερτάροντας τις όμορφες, το καταπράσινο της βελανιδιάς, που μας δρόσιζε, και το καλειδοσκοπικό τοπίο, που ξετυλιγόταν στα νότια.

Ένα δεντρογέρακο πέταξε εντυπωσιακά προς το Σκλήθρο, το οποίο βλέπαμε κι αυτό χαμηλά, βρεθήκαμε γαντζωμένοι στην σταχτόμαυρη ράχη του και βλέπαμε τον κόσμο πολύ όμορφο.

Όταν μάλιστα στην τελευταία κούρμπα της ανηφοριάς, στα Λινούρια, μας αποκαλύφθηκε η «αθέατη» (ni vista), η Νέβεσκα, σαν νύφη (Νιβέστα), λίγο πριν από την στέψη, ο ενθουσιασμός μας έφτασε στην Τζένα.

Είχαμε χρόνο, ο ήλιος θα αργούσε ακόμη να αγγίξει τον Γουναρά.

Κάναμε περαντζάδα στα καλντερίμια του εκπληκτικού οικισμού.

Στην πλατεία όμως ο ενθουσιασμός μας, είχε κατηφορίσει από την Τζένα.

Και δεν ήταν η σκιά του σφενδαμιού, που έπεσε στο πρόσωπό μας.

Ήταν θλίψη, μελαγχολία!

Το χωριό ήταν σιωπηλό, λίγοι οι μεγάλοι, λιγότερα τα παιδιά, πιο λίγα τα παιχνίδια.

Μηδέ τάβλι στο καφενείο μηδέ ξερή!

Εγκατάλειψη!

Στα σκαλοπάτια της αυλόπορτας της Νικείου Σχολής, 1/θ Δημοτικό Σχολείο Νυμφαίου τότε, κάπου ανάμεσα στο σούρουπο και το σκοτάδι, φάγαμε την υπέροχη κολοκυθόπιτα και ξεδιψάσαμε στη διπλανή βρύση.

Κοιμηθήκαμε σ’ ένα χώρο της Κοινότητας, στρώματα και κουβέρτες μας έδωσε ο γραμματέας Μιχάλης Οικονομίδης τον οποίο γνωρίζαμε γιατί κουρευόταν στο κουρείο του Βασίλη Χρηστίδη, στο Αμύνταιο.

Εγκαταλείψαμε αξημέρωτα τα στρώματα, αιμοδιψείς κοριοί είχαν κάνει επέλαση στο σώμα μας.

Ήπιαμε καφέ στο «Βίτσι» καφενείο και κουρείο μαζί, του «Ναύαρχου», φάγαμε, για πρωινό, το υπόλοιπο της πίτας και ακμαίοι κινήσαμε για την ολοκλήρωση της σχεδιασμένης «πορείας» μας.

Από τα Λινούρια ανεβήκαμε στη ράχη της Τσιούκας και έχοντάς την ως οδηγό, φτάσαμε στο εκκλησάκι του προφήτη Ηλία, στην κορυφή της. Η διαδρομή είναι εξαιρετική, με αλληλοδιάδοχα ανηφορικά και επίπεδα κομμάτια, ένας «λαιμός» ιδανικός για σύντομη, απλή ορειβασία και φανταστική παρατήρηση ολόγυρα.

«Όταν κοιτάς από ψηλά,

μοιάζει η γη με ζωγραφιά».

(Κώστας Χατζής, Σώτια Τσιώτου)

Στα δυτικά και βόρεια, η γενική άποψη του Νυμφαίου, στη γήινη κορνίζα του, Πάδες, Τζένα, Λαπούσια!

Νότια και ανατολικά οι λίμνες του Αμυνταίου, τέσσερις Χάριτες της μυθολογίας μας και στο βάθος, να αγκαλιάζει τα σύννεφα και τον ουρανό, ο Όλυμπος.

«Μεγάλος Είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου.»

Αποχαιρετίσαμε τον Άγιο των βουνών, κατηφορίσαμε τη δασωμένη πλαγιά, βρεθήκαμε κάτω από το χωριό στα ανατολικά, βουλιάξαμε στην οξιά και τη βελανιδιά.

Βρήκαμε το φιδογυριστό μονοπάτι, έτρεχε σκυφτό κάτω από το θόλο της πυκνής φυλλωσιάς, που άφηνε λίγη μόνο λιακάδα στο πέρασμά μας, γεμίσαμε τα παγούρια μας από τη βρύση της πηγής, σε μια φουρκέτα της διαδρομής, περιεργαστήκαμε, με ενδιαφέρον, εκρηκτικά μανιτάρια, δίχρωμες καλύβες στον ήλιο, πάνω στο πλούσιο φυλλόχωμα.

Φτάσαμε στο Ράντος, το εκπληκτικό δάσος της περιοχής, μια αγριόγατα μας κοίταξε ακίνητη, οπισθοχώρησε ευέλικτη και στη μακριά ουρά της διακρίναμε όμορφα μαύρα δαχτυλίδια.

Αρκούδα, όχι, δεν είδαμε, κι ας την μελετούσαμε.

Σε μια διακλάδωση του μονοπατιού διαλέξαμε, από ένστικτο, εκείνο, που πήγαινε νότια. Σ’ ένα ξέφωτο οι σκιές μας αντικατοπτρίστηκαν στον καθρέπτη της Ζάζαρης κι ένα ζευγάρι τσαλαπετεινών, το πιο όμορφο πετούμενο της εγχώριας ορνιθοπανίδας, μας έδειξε το μονοπάτι.

Κατηφορίσαμε στα θερισμένα σιτάρια και βρήκαμε το δημόσιο δρόμο με τις λεύκες, κάπου ανάμεσα στο Πεδινό και τον Φανό.

Είχαμε πια φτάσει στη διασταύρωση στα «Κεραμοποιεία».

Η πεζοπορία στην άσφαλτο δεν είχε κανένα νόημα.

Μια άσπρη Audi 80 ερχόταν από την Πτολεμαΐδα. Σταμάτησε. Ο οδηγός μάς ένευσε να μπούμε.

Κάθισα μπροστά, δυο μακρίσυρτα καλοκαίρια είχα δουλέψει στο μαγαζί του. Οι άλλοι δυο πίσω.

Όταν του αφηγήθηκα, συνοπτικά, την «πορεία» μας ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Το επικροτούσε.

«Ένα απόγευμα, δάσκαλε, θα σας κεράσω μοσχαρίσιο γύρο στου Ρουσάκη, στην Πτολεμαΐδα».

Το είπε και το έκανε.

Ήταν ο Κυριάκος Τουλγαρίδης, ο γνωστός Κάκος, έμπορος σιτηρών από τη Βεγόρα. Το μαγαζί του ήταν, όπου σήμερα το φαρμακείο της Τάσας Μαυρίδου.

Πιο γαλαντόμο άνθρωπο δεν γνώρισα στη ζωή μου!

Τα χρόνια πέρασαν, το Νυμφαίο αναστοχάστηκε, ανασυγκροτήθηκε, άλλαξε αναγεννημένο, πορεύεται αλλιώς!

Έγινε κορυφαίος τουριστικός προορισμός, αναδείχθηκε σ’ έναν από τους δέκα ομορφότερους οικισμούς της Ευρώπης.

Το επισκέπτομαι συχνά και ρεμβάζοντας, πίνω στο «Βίτσι»… espresso ristretto!

Αμύνταιο 15-11-2020

Θ. Τραϊανός













1 σχόλιο:

  1. Φίλτατε συνάδελφε,
    Υπάρχει κι άλλη μια διαδρομή, για να πάει κάποιος στο Νυμφαίο. Ξεκινάει από την Ταβέρνα του Θωμά του Πασπάλη στο Σκλήθρο και βγαίνει στο δρόμο λίγο πριν από τα Λινούρια. Πρέπει να την περπάτησα πάνω από 100 φορές αυτή τη διαδρομή στα τέσσερα χρόνια της Υπηρεσίας μου στο Μονοθέσιο του υπέροχου αυτού χωριού. Λίγο πιο πάνω από τη μέση της διαδρομής υπάρχει ένα σημείο που τον Ιούνιο σε μαγεύει πραγματικά. Εκατομμύρια κυκλάμινα με το απαλό μαβί τους χρώμα βρίσκονται εκεί και δημιουργούν υπέροχα φυσικά χαλιά απαράμιλλης ομορφιάς. Περπάτησέ την κι εσύ αυτήν τη στράτα, Θα ενθουσιαστείς.
    ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Π. ΤΟΠΑΛΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Α. Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις των αποστολέων τους.
Β. Θερμή παράκληση, τα σχόλια να είναι κόσμια, ώστε να συνεισφέρουν στο διάλογο.
Γ. Δεν δημοσιεύονται σχόλια:
1.-Υβριστικoύ χαρακτήρα
2.- Γραμμένα με greeklish
3.- Με προσωπικό περιεχόμενο

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.