Την Τσικνοπέμπτη δεν τη θυμάμαι μικρός. Δεν έχω βιώματα να σχετίζονται μ’ αυτήν.
Δεν τη γιορτάζαμε με την έννοια να ψήνουμε κρεατικά στις αυλές, να
γεμίζει ο ντουνιάς τσίκνα ή να στρογγυλοκαθόμαστε σε κάποιο γραφικό ταβερνάκι, μ’ ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, πηρουνιές σε ψημένα στη σχάρα συκωτάκια και παϊδάκια, «τη ευγενεί συνοδεία» τυροκαφτερής και τζατζικιού.
Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 πού να βρεθεί κρέας για διασκέδαση!
Όταν το είχαμε, το είχαμε για φαΐ στις Κυριακές και στις μεγάλες γιορτές, θρησκευτικές και εθνικές, πάντα σπιτικό χοιρινό ή κοτόπουλο.
Ψάρια τρώγαμε πιο συχνά. Πλανόδιοι ψαράδες από τον Άγιο Παντελεήμονα, που έρχονταν με τη σούστα ή το γαϊδουράκι, πουλούσαν φθηνά λιμνήσια ψάρια, τσιρόνια, πλατίκες, γουλιανούς, γριβάδια.
Κιμά η μάνα μου έφτιαχνε με χοιρινό κρέας, που το ψιλόκοβε με το τσεκουράκι πάνω σ’ ένα περιποιημένο κούτσουρο αμυγδαλιάς.
Μοσχαρίσιος κιμάς ή ορθότερα βοδινός ήταν ακριβοθώρητος σαν μαύρο χαβιάρι της εποχής του Ιωάννη Βαρβάκη.
Από την πρώτη χρονιά του διορισμού μου, ως δασκάλου, κρατάω τη συνήθεια να έχω στο γραφείο μου ημερολόγιο με ημερήσια φυλλαράκια. Κάθε βράδυ αποκαλύπτω το φυλλαράκι της επόμενης ημέρας και διαβάζω ποιοι γιορτάζουν, τις ώρες ανατολής και δύσης του Ηλίου καθώς και τη μηνιαία ηλικία της Σελήνης.
Τα στιχάκια στο πίσω μέρος τα διαβάζω συχνά.
Ήταν το 1973. Ήμουν τοποθετημένος προσωρινά στο 1/θ Δημοτικό Σχολείο στις Αιγές (Βλωβοκά το παλιό όνομα) της Αιγιαλείας. Ένα ημιορεινό χωριό, δέκα χιλιόμετρα από την παραλία της Αιγείρας, βουτηγμένο στα λιόδεντρα και τις λεμονιές και με θέα τον Κορινθιακό κόλπο. Πολύ όμορφο τοπίο!
Έχει όμως την ατυχία, το μειονέκτημα μάλλον, να είναι κτισμένο στις ρίζες της ορθοπλαγιάς της Ευρωστίνης και να του κρύβει τον πρωινό ήλιο μέχρι κοντά το μεσημέρι.
Γι’ αυτό στην περιοχή ακούγεται η φράση: «Ολούθε γιόμα και στη Βλωβοκά ακόμα.»
Ξεφύλλισα λοιπόν, κατά τη συνήθειά μου, το ημερολόγιό μου και διάβασα στο φυλλαράκι της επομένης: «Τσικνοπέμπτη»
Δεν το έψαξα. Την εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Larousse-Britannica» την απόκτησα αργότερα και η Wikipedia ήταν πολύ νωρίς για να την ξέρω.
Την επομένη, Τσικνοπέμπτη λοιπόν, όταν ανέβηκα στην πλατεία του χωριού, το μεσημέρι μετά το μάθημα, με περίμενε ο Λάμπης Σκαρίμπας, πατέρας δύο μαθητών μου και στη συνέχεια πολύ καλός φίλος. Χαμογελαστός μου είπε: «Δάσκαλε, το βράδυ στην αυλή του νοικοκυριού μου θα το τσικνίσουμε. Έλα, σε προσκαλούμε, θα περάσουμε όμορφα.»
Δέχτηκα ασμένως το κάλεσμα, παντρεμένο με περιέργεια και ενδιαφέρον.
Ο ήλιος είχε από ώρα χαθεί πέρα από τον κόλπο και πίσω από τα βουνά της Ρούμελης όταν πήρα το φακό και κίνησα για του Λάμπη. Μου ήταν απαραίτητος τα βράδια γιατί το χωριό δεν ήταν ηλεκτροδοτημένο, ως μέσο πίεσης προς τους κατοίκους για τη μετεγκατάστασή του, λόγω της ορθοπλαγιάς που το σκίαζε.
Απείχα μερικές δεκάδες μέτρα από την αυλή της βραδινής συνάντησης όταν μια σκανδαλιστική μυρωδιά τρύπησε τα ρουθούνια μου.
Ήταν από τα κρεατικά που σιγοψήνονταν στην ψήστρα της όμορφης αυλής κάτω από αιωνόβιες ελιές.
Πρώτο κρατούμενο της Τσικνοπέμπτης.
Στο στρωμένο τραπέζι μ’ όλα τα καλούδια δέσποζε η Demestica της Achaia Clauss.
Δεύτερο κρατούμενο.
Οι μαθητές μου, τα δύο παιδιά του Λάμπη και δύο άλλα ήταν ντυμένα καρναβαλάκια.
Το τρίτο κρατούμενο.
Ο Λάμπης, ο Άγγελος, πατέρας επίσης δυο μαθητών μου και ο Ηλίας με τη φίλη του είχαν σχεδιάσει από κοινού ένα πλούσιο φαγοπότι, μια υπέροχη γιορτή. Στο τέλος τους ευχαρίστησα θερμά.
Στο εξάμηνο που έμεινα στο χωριό τους, ήταν πάντα προσηνείς και αρωγοί..
Έτσι , απλά, έμαθα την Τσικνοπέμπτη, μια παραδοσιακή γιορτή στο πλαίσιο της Αποκριάς.
Λίγες δεκαετίες αργότερα στο Αμύνταιο, το βράδυ της Τσικνοπέμπτης, στις ταβέρνες της περιοχής δεν έπεφτε καρφίτσα.
Ο Άκης έστηνε μπροστά από το cafe bar Nama ψησταριά, και ο Γούλης, εξπέρ του ψησίματος, σαγήνευε τους περαστικούς με τις εξαίσιες ευωδιές και προκαλούσε σε γεύσεις του ουρανίσκου.
Η Τσικνοπέμπτη σ’ αυτή την εκδοχή της έγινε σιγά-σιγά μέρος και της ντόπιας κουλτούρας.
Πέρυσι, τέτοια μέρα, Τσικνοπέμπτη, όταν πήρα το μεσημέρι από το Νηπιαγωγείο το Γιώργο και το Θανάση μου είπαν χαρούμενα: «Το βράδυ, παππού, θα τσικνίσουμε. Θα μας ψήσεις σουβλάκια και λουκάνικα. Ναι;»
Ήταν δυνατό ν’ αρνηθώ;
Χρόνια Πολλά.
Αμύνταιο, Τσικνοπέμπτη 2021.
Θανάσης Τραϊανός
Τσικνοπεμπτη,Κουλουμα,οβελιας,ειναι εθιμα,Παλαιοελλαδιτικα,που εφερε η τηλεοραση,στη Μακεδονια ..Αυτη η ομογενοποιηση, ομορφων εθιμων, και παραδοσιακων γραφικοτητων,επετευχθηκε σιωπηλα,μεσα απ την ισοπεδωτικη δυναμη της τηλεορασης..Υπαρχουν και θετικα, στην αποσαθρωτικη γενικα, δραση της...Α.Θ.Ρ.
ΑπάντησηΔιαγραφή