Κυριακή 30 Μαΐου 2021

Θυμάμαι…Αγροτικές αυλές

Χθες το βράδυ είδα ένα όνειρο. Ήμουν, λέει σε μια αυλή. Από τις παλιοκαιρίσιες, αυτές των παιδικών μου χρόνων. Αυτές που δεν είχαν τη

λάμψη των σύγχρονων μονοκατοικιών αλλά τη μοναδική αρχιτεκτονική των αλλοτινών αγροτικών σπιτικών.

Τώρα τελευταία ξεψαχνίζω πολύ τα περασμένα και ίσως γι’ αυτό και το όνειρο.

Στην κωμόπολή μας, (έτσι προσδιόριζα πάντα το Αμύνταιο, όταν με ρωτούσαν στο Αίγιο και στα Καλάβρυτα για το μέγεθός του, και συμπλήρωνα πως είναι Δήμος, ότι έχει Δημόσιες Υπηρεσίες, δύο Τράπεζες, Στρατό και Σιδηροδρομικό Σταθμό) μέχρι τη δεκαετία του 1960 τα αγροτικά νοικοκυριά στην Ε΄ Μεραρχίας, σε αντίθεση με τα σπίτια της Μ. Αλεξάνδρου και της πλατείας Γ. Μόδη, είχαν αυλή στο μπροστινό μέρος και στο πίσω την κύρια κατοικία.

Η αγροτική αυλή ήταν ένας πολύ ζωτικός χώρος. Δεν ήταν τόσο για ομορφιά. Είχε βέβαια γλάστρες, παλιούς τενεκέδες από τυρί ή λάδι, ασβεστωμένους στο χρώμα του λιναριού που με τα λουλούδια τους την στόλιζαν με δωρική λιτότητα.

Η μητέρα μου φρόντιζε πολύ τις πικροδάφνες και τις ντάλιες της. Πριν πέσει η πρώτη πάχνη τις μετέφερε, για να μην παγώσουν, κάπου στο ισόγειο. Κρατούσε και γεράνια, σαρδέλες, για…ιατρικούς σκοπούς και φυσικά και βιγκόνιες, σαρένο πίλε.

Η αυλή ήταν η προέκταση του σπιτιού. Όλη η καθημερινότητα του νοικοκυριού εξελισσόταν εκεί, χειμώνα-καλοκαίρι.  

Σ’ αυτή λειτουργούσε το υποστατικό, ένα ισόγειο κτίσμα, πολυχώρο θα τον λέγαμε σήμερα. Φωτιζόταν τη νύχτα από γκαζόλαμπα με λαμπογυάλι Νο 8 κρεμασμένη σ’ ένα καρφί στον τοίχο απέναντι από το παράθυρο.

Μέσα κυριαρχούσε ο ξυλόφουρνος, καμωμένος από μάστορα με πυρότουβλα. Όταν κάθε εβδομάδα, την ίδια πάντα μέρα έψηνε τον κύριο μόχθο του ξωμάχου, η γειτονιά ευωδίαζε τη φρεσκάδα του ψημένου ψωμιού. Όταν δε ψήνονταν και τα τσουρέκια της Λαμπρής και η άνοιξη κελαηδούσε γύρω, οι μοσχοβολιές σκανδάλιζαν τους περαστικούς ως και τον…Τερκενλή της Τσιμισκή.

Δίπλα, το τζάκι, όπου μαγειρευόταν το καθημερινό φαγητό, με τις πυροστιές κρεμασμένες σε καρφιά στα πλαϊνά της καμινάδας, κοντά τους το τσίγκινο λυχνάρι, καντήλο, κρεμασμένο και αυτό σε καρφί για να φωτίζει τις λεπτομέρειες του μαγειρέματος και το σάτσι καταγής σ’ αναμονή για κάποιο ψήσιμο. Στα ύστερα χρόνια τη θέση του την πήρε η μασίνα.

Πιο δίπλα η λάγια, λεκάνη-νιπτήρας, με κρεμασμένο στον τοίχο το νεροχύτη με την τσισμιούλκα, τσιπούλκα, όπου νίβονταν κι έπλεναν τα ρούχα στην κουπάνα, σκάφη πλυσίματος.

Στην αυλή ήταν και το κελάρι, κέρας της Αμάλθειας όπως το έλεγα. Τρία-τέσσερα σκαλοπάτια σε χαμηλότερο επίπεδο, για περισσότερη δροσιά στο θέρος και λιγότερη παγωνιά στο χιονιά, φύλαγε τα χρειαζούμενα του νοικοκυριού. Εκεί ήταν και το φανάρι, μια ξύλινη κατασκευή με σήτες για τα νωπά φαγώσιμα, κρεμασμένο στον τοίχο.

Εκεί στο κελάρι του σπιτικού μας, στο Κεφαλάρι, είδα για πρώτη φορά σχηματοποιημένες σε φωτεινή δέσμη τις ακτίνες του ήλιου, καθώς έμπαιναν από τις χαραμάδες της καλαμωτής της στέγης διαχέονταν μόνο στην αιωρούμενη σκόνη που συναντούσαν στην ευθεία πορεία τους. Έπαιζα με το φωτεινό τους αποτύπωμα στο χωματένιο δάπεδο. Αργότερα σκέφτηκα ότι η παρατήρηση αυτή υπήρξε το πρώτο μου εποπτικό μάθημα Φυσικής!

Στην πιο κρυφή γωνιά της αυλής ήταν το αποχωρητήριο, χαλές, άλε. Τι βάσανο η βραδινή…επίσκεψή του!

Η αυλή έπρεπε να είναι διακριτικά αθέατη από την κακόβουλη περιέργεια.

Γι’ αυτό ήταν περιφραγμένη με μαντρότοιχο και την είσοδό της φύλαγε δίφυλλη αυλόπορτα, συνήθως λαμαρινοσκεπής. Ήταν μια απλή καρφωτή ξύλινη κατασκευή με γερές σανίδες, χωρίς φιοριτούρες. Το ένα φύλλο της άνοιγε στις χαρές του σπιτιού ή για να περάσουν μεγάλα αντικείμενα και ήταν αμπαρωμένο με ξύλινη ή μεταλλική αμπάρα,  που εφάρμοζε στη μέση του φυλλόπορτου. Το δεύτερο ασφάλιζε τη νύχτα με τον ίδιο τρόπο και την ημέρα ανοιγόκλεινε με έναν ιδιαίτερο ξύλινο μηχανισμό, την κλάπα, προσαρμοσμένη στο πλαίσιο της λαμαρινοσκεπής. Ανέβαινε ή έπεφτε για να ανοίξει ή να κλείσει αντίστοιχα την πόρτα. Αυτό γινόταν με ένα σχοινί ή ξύλο. Ρόπτρο φυσικά δεν υπήρχε! Ενδιάμεσα η κλάπα αντικαταστάθηκε με την ονομαστή πατητή κλειδαριά.

Τα καλοκαίρια στην αυλή ολοκληρώνονταν μερικές απ’ τις αγροτικές δουλειές πριν οι καρποί του ετήσιου κόπου πάνε στο κελάρι, την αποθήκη ή τον έμπορο.

Τα κρεμμύδια μεταμορφώνονταν σε πυρόξανθες πλεξούδες, τα κοτσάνια του καλαμποκιού γυμνώνονταν σαν ώριμες υπάρξεις, πριν η χειροκίνητη μηχανή δρέψει τους χρυσοκίτρινους σπόρους. Στην αυλή βελονιάζονταν «τα καπνά» καθημερινά, πάντα τα πρωινά, όσο κρατούσε το μάζωμα των φύλλων του.

Εκεί στην απλάδα της εκφραζόταν στην πράξη απλά, όμορφα, γνήσια, ανυπόκριτα και παραγωγικά η αλληλεγγύη της αγροτιάς. Και ναι! Στην αυλή κάθε νοικοκυράς, με τη σειρά, μαζεύονταν τέσσερις-πέντε προκομένες και καλόβουλες γειτόνισσες και φίλες η καθεμιά με το δικό της σοφρά και σουκάλο για να μεταμορφώσουν την εύπλαστη μαλαματένια ζύμη, που από νωρίς είχε ετοιμάσει η σπιτονοικοκυρά σε ζηλευτά κροκί φύλλα, για να βάλει, αμέσως μετά, το χεράκι του ο ήλιος του καλοκαιριού και αναδειχθούν οι κόρες, οι χυλοπίτες της χρονιάς.

Απίθωναν τους σοφράδες στις στρωμένες κουρελούδες, κάθονταν σταυροπόδι καταγής, έβαζε η καθεμιά το σοφρά μπροστά της και ξεδίπλωναν το ταλέντο τους, «άπλωναν φύλλα».

Που να με βλέπατε κι εμένα ξυπόλυτο, με μαύρο σορτσάκι, άσπρη φανελίτσα (όχι, δεν ήμουν ΠΑΟΚ, ο Άρης τότε ήταν καλύτερη ομάδα!), που έφτιαχνε όμορφη αντίθεση με το μελαχρινό πρόσωπό μου, να παίρνω με σβελτάδα από τα χέρια τής καθεμιάς το σουκάλο με τυλιγμένο το απλωμένο φύλλο, να το πηγαίνω στην Έλλη ώστε να το ξεδιπλώσει προσεκτικά στα στρωμένα σεντόνια για να ξεραθούν στον ήλιο!

Κι όταν η ζύμη σωνόταν και το άπλωμα των φύλλων είχε ολοκληρωθεί, η μάνα μου έφερνε για κέρασμα φέτες κομμένο καρπούζι και πεπόνι σε πιατέλες. Καθόμασταν σταυροπόδι, όλοι οι πρωταγωνιστές της σπουδαίας ιεροτελεστίας, γύρω στους σοφράδες με φανερή την ικανοποίησή μας από το αποτέλεσμα, ευχόμασταν «καλοφάγωτες και καλό Χειμώνα» κι ευχαριστιόμασταν τη δροσιά και τη γλυκύτητά τους.

Τα καρπούζια τα είχα βγάλει με τον…ιδρώτα μου.

Μερικά καλοκαιριάτικα απογευματινά Κυριακής ξεφορτώναμε καρπούζια στην πλατεία του παζαριού. Τα έφερναν με φορτηγά μανάβηδες για να τα πουλήσουν την επομένη, Δευτέρα, στη λαϊκή.

Η αμοιβή μας ήταν δυο καρπούζια κι αν σπάζαμε κανένα το τρώγαμε αυθωρεί και παραχρήμα.

Στο Αμύνταιο την περίοδο εκείνη λειτουργούσαν τρία μανάβικα.

Το ένα ήταν των αδελφών Σιουπέρη, Μήτσιος, Σωκράτης, Μπέμπης, στο νούμερο 45 της Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σ’ αυτό δούλευε τα καλοκαίρια ο ξάδελφός μου Γιώργος.

Το άλλο ήταν πιο πέρα, προς το Κέντρο, του Τάσου Χ” Ιωάννου και Γιάννη Μπάτσιου.

Το τρίτο λειτουργεί στην ίδια θέση από το 1952, στο 4 της Μ. Αλεξάνδρου. Το πρωτοάνοιξε ο Νίκος Τουρούτουγλου, το κράτησε μετά ο γιός Αντώνης και σήμερα συνεχίζει την οικογενειακή παράδοση ο εγγονός Νίκος. Μανάβικο τρίτης γενιάς!

Δίπλα στις κόρες, σπασμένες, όχι κομμένες, σε ακανόνιστα κομματάκια, που ξεραίνονταν στην αυλή, άπλωνε η μητέρα μου και τον τραχανά!

Πόσο βαριόμουν, που με ’βαζε να φυλάγω τα απλωμένα, από τα πουλιά!

 

Θανάσης Τραϊανός


6 σχόλια:

  1. ΘΑΝΑΣΗ αργησες, αλλα μπηκες μοναδικα,κι αναντικαταστατα,στο χρονογραφημα,με φοβερες εικονες και περιγραφη,του τοπου μας,των ανθρωπων του,της ζωης τους,που απολαμβανουμε οι μεγαλυτεροι, και μαθαινουν οι νεοι μας..Ευτυχως, υπαρχει ακομα καιρος,για καταγραφη,μιας κοινωνιας και της ζωης της,που γνωρισαμε,και που χωρις καταγραφη,θα εσβηνε εγκληματικα,ο αμειλικτος χρονος..Νασαι παντα καλα να γραφεις,και να μας χαριζεις σκηνες, που ζησαμε παιδια..Α.Θ.Ρ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μεγενθυνοντας τη φωτο,απολαμβανεις, ενα αθωο,ευτυχισμενο,απροσποιητο,χαμογελο,απ αυτες,τις ηρωικες ανθρωπινες εργαλειομηχανες,που ακουραστα κι αγογγυστα,απο το χαραμα, μεχρι αργα το βραδυ, δουλευαν απληρωτα,για την οικιακη οικονομια,του σπιτικου τους..Μια περιπου θεσμοθετημενη αγροτικη αλληλοβοηθεια,συγγενων και φιλων,στις επειγουσες αγροτικες εργασιες/θερος,τρυγος,τσαπισμα,/εναλλαξ απο οικογενεια σε οικογενεια,καλυπτε την αναγκη,πληρωμενων αγροτικων ημερομισθιων..Μια αρχαια αγροτικη οικονομια,που καλυπτε το κενο, του λιγοστου τοτε,αγροτικου εισοδηματος ,κι εδενε με δεσμους, τη τοτινη κοινωνια..Α.Θ.Ρ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. ..Κι ενα κουιζ,για τους γλωσσομαθεις της περιοχης..Πως λεγονταν η αλληλοβοηθεια, των συγγενων και φιλων, στις αγροτικες επειγουσες εργασιες;;;Ουρντιτσα.Α.Θ.Ρ.

      Διαγραφή
  3. Η απουσια ανδρων,στη φωτο, απ την απογευματινη αυτη εργασια του καπνου,υποδηλωνει την τοτινη απογευματινη,εξοδο των ανδρων στο καφενειο/συνηθως του Χσσιωτη,που ηταν στεκι αγροτων/,οπου θ απολαυαναν το καφε, η το τσιπουρο τους, με τη παρεα..Ανατολιτικες συνηθειες, που τοτε κυριαρχουσαν,σωστα η λαθος,κατα τη σημερινη θεωρηση..Α.Θ.Ρ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Τα παιδια,κουρεμενα γουλι,βοηθανε προσχαρα, στο αρμαθιασμα του καπνου.Πισω απομερα,ο νοικοκυρης μαλλον του σπιτιου,παρακολουθει,τη διαδικασια, που πρωτοστατουν οι γυναικες..Μια εικονα,..χιλιες λεξεις..Αποτυπωνει τοσο τελεια, μια χιλιοχρονη,σιγουρα ιδια ζωη των ανθρωπων,που αλλαξε ριζικα,πριν 50 χρονια..Καλως;Κακως;Σηκωνει κουβεντα..Α.Θ.Ρ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. ..Σιιμιες.../μαντηλες/,ασπρες οι νεες, μαυρες οι μεγαλες..Ισως και σημαδι παντρεμενης,ελευθερης γυναικας..Καλα οι χηρες,σχεδον φερετζες,με ελευθερα μονο τα ματια..Γιατι μας ξενιζουν σημερα, οι μαντηλες των μουσουλμανων,που απλα κρατησαν περισοτερο, τα ηθη κι εθιμα τους;; Α.Θ.Ρ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Α. Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις των αποστολέων τους.
Β. Θερμή παράκληση, τα σχόλια να είναι κόσμια, ώστε να συνεισφέρουν στο διάλογο.
Γ. Δεν δημοσιεύονται σχόλια:
1.-Υβριστικoύ χαρακτήρα
2.- Γραμμένα με greeklish
3.- Με προσωπικό περιεχόμενο

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.