Στο Αμύνταιο έχουμε και ποτάμι!
Η γενιά μας, όπως κι οι παλιότερες, δεν το ήξερε με κάποιο όνομα.
Το λέγαμε απλά ποτάμι και οι συντεταγμένες του ήταν η
ονομασία των παρόχθιων εκτάσεών του.
Σήμερα αναφέρεται ως ρέμα Αμύντας.
Στα μαθητικά μας χρόνια πραγματοποιούσαμε πορείες,
περιηγήσεις στα κατάντη του ποταμιού, από τη γέφυρα του τρένου στο Σώτερ ως τη
λίμνη των Πετρών, στις δυο όχθες του πεζή.
Ο Γιαννάκης κι ο Κωστάκης περιφέρονταν στα ίδια κατατόπια
με ποδήλατα. Τα εγγόνια μας δε νομίζω ότι θα βρουν κάποιο κίνητρο να
περιπλανηθούν εκεί.
Μακάρι να το κάνουν κι ας είναι με 4x4 αυτοκίνητο!
Τα νερά του, που έρχονταν κι έρχονται ήρεμα, χωρίς
εξάρσεις, από τη Χειμαδίτιδα και τον παλιό Βάλτο, από το Ροδώνα ως τους Αναργύρους,
κινούσαν για χρόνια τρεις νερόμυλους.
Τον πρώτο στο Σώτερ των πρωτοξαδέρφων Σωτήρη Μυλωνά
του Γρηγόρη και Νίκου και Θωμά Μυλωνά του Θεοδώρου.
Το δεύτερο στο Γιάζο, κοντά στη γέφυρα των Πετρών,
των Θανάση και Ηλία (Βλιάμη) Αντωνιάδη. Σώζεται μέχρι σήμερα ένα τμήμα μόνο του
ανατολικού τοίχου.
Τον τρίτο, λίγο παρακάτω του Γκέλε Ρούσε. Το μύλο
αυτό δεν τον πρόλαβα, έχω κολυμπήσει όμως σαν τσιρόνι στους μαιάνδρους του
ποταμιού στο μέρος εκείνο!
Μου άρεσε να πηγαίνω με τον πατέρα μου στο μύλο στο
Σώτερ, ο Νίκος κι ο Θωμάς Μυλωνάς ήταν θείοι μου.
Απολάμβανα τη διαδικασία του αλέσματος και την
ευωδία του φρέσκου σιτάλευρου. Αλέθαμε ακόμη κριθάρι και καλαμπόκι για να κάνουμε
την κορυφαία τότε και σήμερα ακόμη ζωοτροφή, το γιαρμά.
Ανέβαινα στο πατάρι του κι άκουγα τον καταρράκτη του
νερού που έπεφτε στη φτερωτή, καθώς και το βογγητό των μυλόπετρων που
συνέθλιβαν τους καρπούς.
Πόσο όψιμα θυμηθήκαμε τις ανανεώσιμες πηγές
ενέργειας; Και πόσα κροκοδείλια δάκρυα χύσαμε για την κλιματική αλλαγή;
Σκαρφάλωνα και στην κρέμαση, όπου το αυλάκι που
έφερνε το νερό από το ποτάμι, συναντούσε τη σχάρα και ορμούσε ακάθεκτο στο
βαγένι!
Στη σχάρα αιχμαλωτίζονταν ψάρια του ποταμιού, είχε
άφθονα τότε, σπαρταρούσαν στις σιδερόβεργες και οι θείοι μου τα έπιαναν και τα
έβαζαν σ’ ένα καλάθι. Νομίζω ότι τα πουλούσαν. Έδιναν όμως λίγα και στη μάνα
μου.
Στα θρυλικά, για μας τοπωνύμιά του, στο Μράμορ, Πατινόρ,
Γιάζο, Ρούσα Βοντενίτσα, Μασλάρκα, που σήμερα συναντάς θηριώδη τρακτέρ, εμείς
κάναμε στην άκρη για να περάσουν στους καρόδρομους άλογα-πρόλαβα και
βόδια-ζεμένα στα κάρα με το αλέτρι-πλαζίτσα, οράλο-τη σβάρνα ή την κόσα ριγμένα
στην καρότσα ή φορτωμένα με καρπούς της γης.
Το τοπωνύμιο όμως που έχει εντυπωθεί περισσότερο στη
συλλογική μνήμη των Αμυντιωτών και θαρρείς ότι έχει περιβληθεί με μια θρυλική
άλω, δεν είναι άλλο παρά το Πατινόρ!
Πόσες στ’ αλήθεια Πρωτομαγιές δε γιορτάστηκαν στα
ειδυλλιακά λιβαδοξέφωτά του, στη σκιά της βρμπας-ιτιάς-και στην απάνεμη και
προσήλια μεριά συστάδων από καπίνες-βατομουριές-αγριογκορτσιές και σκρέμπες,
ένα απίθανο φυτό με αναρριχώμενο βλαστό σαν λεπτή τριχιά, που στα Ασπρόγεια το
έκοβαν για το παιχνίδι «σχοινάκι».
Πόσοι έρωτες δεν μπουμπούκιασαν και δεν άνθισαν εκεί
μαζί με τις παπαρούνες και τις μαργαρίτες;
Πόσα καρδιοχτύπια που κρύβονταν καιρό δεν ξεχείλισαν
εκεί σαν ασύρτικο σε κρυστάλλινο ποτήρι και κέρδισαν το πρώτο φιλί της μαγικής
ανταπόκρισης;
Πόσα φιλιά αγάπης και λόγια αφοσίωσης δε
δόθηκαν και δεν ειπώθηκαν εκεί με στοργή και συγκίνηση;
Πόσο κρασί σε νταμιτζάνα, ρετσίνα ή τσίπουρο με
γλυκάνισο δε βοήθησαν για να στηθούν χοροί στα καταπράσινα αλωνάκια του με
μουσική από το βινύλιο στο πικάπ, κασετόφωνο ή τρανζιστοράκι;
Πόσοι μεζέδες καμωμένοι και φερμένοι από το σπίτι,
κεφτέδες, πίτες, αβγά, τυρί αλλά και corned beef και κρεατικά της ώρας δεν
προσφέρθηκαν χωρίς φειδώ, στρωματσάδα, στο ολόφρεσκο γρασίδι;
Ήταν τα χρόνια που η γενιά των καθ’ ημάς boomers γιορτάζαμε τις Πρωτομαγιές,
Εργατικές και Λουλουδιασμένες, με τη βεβαιότητα μιας ζωής που διαρκώς
βελτιωνόταν!
Ήταν τότε που ονομαστές, εμβληματικές παρέες
γιόρταζαν και χαίρονταν εκεί την Πρωτομαγιά: Γιάννης και Τέση, Νίκος και Σούλα,
Τάκης και Χρυσούλα, Τάκης και Τούλα, Σωτήρης και Καίτη, Νίκος και Σταυρούλα,
Μιχάλης και Όλγα, Γιάννης και Μαργαρίτα, Αλέκος και Δήμητρα, Γιώργος και Μίλλη,
Μαίρη και Τρύφων, Στέλιος και άλλοι αμέτρητοι!
Ναι! Ήταν και τότε που η Ευδοξούλα κι ο Γιάννης, η
Νίκη κι ο Βασίλης, η Μπέτη, η Τζίνα κι ο Γιαννάκης, η Μάγδα κι η Τασούλα έπαιζαν
ακόμη «Κρυφτό»…
Ιούλιος
2021
Θανάσης
Τραϊανός
Θαναση..εγραψες.Ενα ποιημα, για τα χρονια της αθωοτητας..Μια μαγικη εικονα, ενος κοσμου που ερχονταν απο το βαθος του παρελθοντος,και εμπαινε ελπιδοφορα κι αισιοδοξα,στη νεα εποχη..Μακαρι να συμβαινει το ιδιο, για το θολο, αυριο των παιδιων μας..Α.Θ.Ρ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠριν την επελαση των θηριωδων τρακτεριων, που δεν αφηνουν ανοργωτα, ουτε τα αυλακια των αγροτικων δρομων..φυσικα με οδηγο, την απληστια και την τωρινη ευκολια των αγροτων,το ΠΑΤΙΝΟΡ,ηταν ενας ονειρικος, παραποταμιος τοπος,πεντακαθαρος, με λιβαδια σκεπασμενα απο τεραστιες ιτιες..Ηταν το στεκι της πρωτομαγιατικης εξοδου, των τοτε νιοπαντρων μοντερνων, της πολης μας...Α.Θ.Ρ.
ΑπάντησηΔιαγραφή