Ύστερα από παρότρυνση παλιών μου φίλων αναδημοσιεύω το παρόν άρθρο, στους οποίους και το αφιερώνω...
Γράφει ο Στέργιος Τζέλης
Μέρες που΄ναι, ήρθαν στο νου μου τα κάλαντα των παιδικών μου χρόνων. Μιλάμε βέβαια για την 10ετία του 1950, την τόσο κοντινή για μας τους
μεγάλους, αλλά συγχρόνως και τόσο μακρινή.Βδομάδες πριν από την μαγική βραδιά, ετοιμαζόμασταν για το μεγάλο γεγονός.
Τα κάλαντα!
Έπρεπε να βρούμε την κατάλληλη παρέα. Συνήθως αποτελούνταν από δύο έως τέσσερα παιδιά.
Να καταστρώσουμε ένα σχέδιο:
-Σε ποιανού το σπίτι θα κοιμηθούμε το προηγούμενο βράδυ, για να ξυπνήσουμε όλοι μαζί την προκαθορισμένη ώρα.
- Ήταν ντροπή να μας πιάσουν στο ύπνο οι άλλες παρέες.
-Σε ποιους να πάμε, δηλαδή στους χουβαρντάδες συγχωριανούς μας και όχι στους τσιγγούνηδες.
-Να είναι έτοιμοι οι ντορβάδες*, τα τσολιομάνγκα* ή οι μαγκούρες κλπ..
Τσολιομάγκ (Ματσόλα) |
Έπρεπε, λέει, να σηκωθούμε, ακριβώς στις δώδεκα της παραμονής των Χριστουγέννων, 23 προς 24 Δεκεμβρίου για να είμαστε οι πρώτοι σ΄ αυτό το υπέροχο έθιμο.
(Οι μάνες μας βέβαια είχαν άλλη άποψη και ποτέ δεν μας ξύπναγαν την ώρα που θέλαμε αλλά πολύ αργότερα, βέβαια πριν ξημερώσει).
Τα κάλαντα τα ξέραμε «απ΄έξω και ανακατωτά» γι αυτό και δεν χρειαζόμασταν πρόβες.
Και έρχονταν η «μαγική» βραδιά! Μετά από μια σύντομη γκρίνια γιατί δεν μας ξύπνησαν νωρίς, βάζαμε τον Ντορβά «χιαστί» στην πλάτη μας, στα χέρια το τσολιομάνγκ και ξεκινούσαμε την περιπέτειά μας. Η αγωνία μας να πάμε πρώτοι στα σπίτια να πούμε τα κάλαντα, με το αζημίωτο φυσικά, έδινε φτερά στα πόδια μας.
Ντορβάς |
Και η παγωνιά, παγωνιά.
Δεν θυμάμαι να υπήρχε χρονιά, τη βραδιά που λέγαμε τα κάλαντα, που να μην ήταν γεμάτα χιόνι τα σοκάκια του χωριού.
Τα σπίτια τα παίρναμε με τη σειρά, μη τυχόν και ξεχάσουμε κανένα. Με τα τσολιομάνγκα και τις μαγκούρες χτυπούσαμε τις εξώπορτες διακριτικά στην αρχή και προοδευτικά δυναμώναμε τους χτύπους, αν τυχόν και δεν άνοιγαν έγκαιρα και:
«Καλήν ημέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας
Χριστού την Θεία Γέννηση να πω στ΄ αρχοντικό σας…»
τραγουδούσαμε δυνατά με τις τσιριχτές φωνές μας και όταν τελειώναμε περιμέναμε από τη νοικοκυρά το κέρασμα.
Και πράγματι! Μας δίνανε μανταρίνια, χαρούπια, κάστανα, καρύδια, κουλιάτσε*. Ό,τι τέλος πάντων είχαν τα φτωχά νοικοκυριά την εποχή εκείνη. Και μεις ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα τραγουδούσαμε:
«Σ΄αυτό το σπίτι που ΄ρθαμε πέτρα αν μην ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει».
Πολλές νοικοκυρές μας έβαζαν να κάνουμε «Τσιρι βιρι». Έριχναν δηλαδή στο πάτωμα σπόρους βρασμένου καλαμποκιού, εμείς τους ανακατεύαμε με τα τσολιομάνγκα και τις μαγκούρες και φωνάζαμε «Τσίρι βίρι, τσίρι βίρι, τσίρι βίρι …». Δεν γνωρίζω για ποιο λόγο υπήρχε αυτό το έθιμο, φαντάζομαι για το καλό του σπιτιού.
Τις πρωινές ώρες επιστρέφαμε στα σπίτια μας κατάκοποι και παγωμένοι, αλλά δεν μας ένοιαζε. Ήμασταν χαρούμενοι και ευτυχισμένοι.
Οι παιδικοί φίλοι της γειτονιάς μου: Χρήστος, Μήτσος, Βασίλης, Κίτσης.
Αυτοί που «έφυγαν»: Τόλης, Χρήστος, Ηλίας.-
Το παρόν άρθρο πρωτοαναρτήθηκε
την 23η Δεκεμβρίου 2017
* Ντορβάς: Υφαντός σάκος
*Τσολιομάγκ: Ξύλινο σφυρί
*Κουλιάτσε: Μικρό ψωμί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Α. Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις των αποστολέων τους.
Β. Θερμή παράκληση, τα σχόλια να είναι κόσμια, ώστε να συνεισφέρουν στο διάλογο.
Γ. Δεν δημοσιεύονται σχόλια:
1.-Υβριστικoύ χαρακτήρα
2.- Γραμμένα με greeklish
3.- Με προσωπικό περιεχόμενο
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.