Το ξημέρωμα θ’ αργούσε ακόμη να ‘ρθει.
Νοτιάς έλιωνε τα χιόνια των προηγούμενων ημερών και η μουσική τους
στις στρέχες των σπιτιών ακουγόταν μαγευτική.Οι μρασζούλκες, που μέρες κρέμονταν σαν ξίφη από το
γείσο της στέγης των χαμόσπιτων της γειτονιάς έλιωναν κι αυτές
σταλαγματιά-σταλαγματιά.
Κοιμήσου πια, μου ‘πε η μάνα μου. Μην στεναχωριέσαι.
Ο μπαμπάς σου, νύχτα ακόμη, όταν σηκωθεί για να φροντίσει τα ζωντανά μας,
πρόβατα, αγελάδα, άλογο, θα σε ξυπνήσει.
Θα ξημέρωνε παραμονή Χριστουγέννων, κάποιας χρονιάς,
στα μέσα της δεκαετίας του 1950.
Θα λέγαμε αχάραγα, όπως ήταν το έθιμο, τα Κάλαντα.
Είχα ετοιμάσει από νωρίς το απόγευμα τον τορβά για
τα κάστανα και τη σόπα για το κτύπημα των θυρών.
Κοιμήθηκα με τα ρούχα μου. Όταν θα ξυπνούσα θα φορούσα
το σακάκι μου, τις λαστιχένιες μαύρες μπότες της γνωστής μάρκας «Αλυσίδα», την …full face κουκούλα μου, τα μάλλινα γάντια,
πλεγμένα από τη γιαγιά την Τρπα, Ευτέρπη, και θα συναντούσα στο δρόμο, έξω από
το σπίτι του, το φίλο και ξάδερφό μου Γιώργο. Μαζί θα ψέλναμε τα Κάλαντα των Χριστουγέννων.
Έτσι κι έγινε.
Ο καιρός ήταν ήπιος, μαλακός τόσο όσο να μας επιτρέπει
να βγούμε για το παραδοσιακό Χριστουγεννιάτικο έθιμο: Κόλντα, μπάμπω.
Τα σοκάκια έλαμψαν από τους φακούς της πιτσιρικαρίας,
που αγουροξυπνημένη τα γλύκανε με την παρουσία και τις ομιλίες της και τα
πλημμύρισε με το γλυκύτατο άσμα:
Καλήν ημέραν Άρχοντες κι αν
είναι ορισμός σας,
Χριστού την
Θείαν Γέννησιν, να πω στ’ αρχοντικό σας.
Χριστός
γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί
αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.
…………………….
Σ’ αυτό το
σπίτι που ‘ρθαμε, πέτρα, πέτρα να μην ραγίσει,
κι ο νοικοκύρης
του σπιτιού, χίλια, χίλια χρόνια να ζήσει.
Πήραμε σβάρνα τα σπίτια, κρούσαμε πόρτες συγγενών,
φίλων και γνωστών. Ελάχιστοι δεν μας υποδέχτηκαν.
Ίσως να έλειπαν ή να πενθούσαν.
Ήμασταν μόνο αγόρια. Τα κορίτσια ίσως να μας άκουγαν
και να γλυκοκοίταζαν πίσω από τα κουρτινάκια των παραθύρων. Ο τορβάς,
περασμένος στο λαιμό και κάτω από τη μασχάλη, φούσκωνε σιγά σιγά από τα κάστανα,
τα φιρίκια και τα ξυλοκέρατα που μας χάριζαν.
Οι συγγενείς μάς επιβράβευαν και με το πατροπαράδοτο
κουλιάτσε, το Χριστόψωμο των γηγενών.
Σε σπίτια, όπου έμεναν αξιωματικοί του Στρατού, οι
αξιωματικίνες, όπως ονομάζαμε τις συζύγους τους, μας αντάμειβαν με πενηνταράκια
της δραχμής ή ακόμη και με ακέραιες δραχμές. Σ’ αυτή την περίπτωση η ικανοποίησή
μας ήταν έκδηλη. «Ήταν το ζεστό χρήμα, Stupid» θα μπορούσε να το πει κι έτσι,
δεκαετίες αργότερα, ο Bill
Clinton.
Σ’ ένα σπίτι δεν ψέλναμε τα Κάλαντα γιατί μεταξύ μας
ήταν κοινό μυστικό ότι η γιαγιά του σπιτιού προσποιούνταν πως έβαζε κάτι στον
τορβά, ενώ στην πραγματικότητα αφαιρούσε κάτι από μέσα.
Ο ήλιος, χειμωνιάτικος, θα είχε ξεπροβάλει από τη
Σαμαρόπετρα αν η πυκνή συννεφιά δεν τον έκρυβε όταν επιστρέφαμε στο σπίτι κι αδειάζαμε
στο ντιβάνι, δίπλα στη μασίνα της κουζίνας και στη διάχυτη θαλπωρή της, την
πλούσια σοδειά μας χαρούμενοι, ευτυχισμένοι και ανακεφαλαιώνοντας τα γεγονότα
του πρωινού.
Τότε ήταν που ανακάλεσα στη μνήμη τα πρώτα μου
Κάλαντα στο Κεφαλάρι.
Στο χωριό ανάβουν φωτιές τα ξημερώματα της παραμονής
των Χριστουγέννων.
Στη γειτονιά μου την ανάβαμε στην πλατειούλα, δίπλα
στο ποταμάκι, που γεννιέται λίγο πιο πάνω στον Ίσβορο.
Κορμοί, κλαδιά βελανιδιάς, σιούμας, από το Ρίντο, με
πλήρη τη φυλλωσιά τους, καστανόχρωμη ακόμη στους μίσχους της και καταπράσινα
κέδρα μαζεμένα, μέρες νωρίτερα, από τους λεβέντες της γειτονιάς, κουβαλημένα με
γαϊδουράκια και μουλάρια και στοιβαγμένα με μαστοριά σ’ ένα τεράστιο κούπο, σαν
τ’ αντικρινό Βίτσι, ήταν τα υλικά της ουρανομήκους φωτιάς.
Όταν οι φλόγες, ίδιες τεράστιες γλώσσες δράκοντα των
παραμυθιών καταλάγιαζαν, το ζιαρ, πυρακτωμένο σαν λάβα και άφθονο, γινόταν
ήρεμη, υπερμεγέθης γάστρα για να ψηθούν οι πατάτες τις, οποίες οι μεγάλοι μάς τις
μοίραζαν ψημένες και τις τρώγαμε με ιδιαίτερη ευχαρίστηση.
Κόντευε πια να ξημερώσει, η λίμνη στα πόδια του
χωριού ήδη λαμποκοπούσε στο λυκαυγές όταν ο ηγέτης της φωτιάς μας προέτρεψε: Όιμε,
πάμε!
Τότε όλοι μαζί, μικροί και μεγαλύτεροι, ένα σύνολο,
κινήσαμε για τα Κάλαντα σε σπίτια ντόπιων και προσφύγων του χωριού τραγουδώντας:
Κόλντα, Μπάμπω, Κόλντα ή Κόλντα, Μπάμπω, Κόλντα,
ντάιμι έντνο κουλιάτσε, ντα τι ζίβο μάτστο.
Οι πιο μεγάλοι τραγουδούσαν και το περιπαιχτικό και
σατιρικό, Κόλντα, Μπάμπω, Κόλντα, στίσο τι σα ούρνα, μπάμπα α πουτίσνα, ντέντο
μου…!
Οι νοικοκυρές αγουροξυπνημένες, ευδιάθετες,
χαμογελαστές έβγαιναν στην εξώπορτα και σκορπούσαν τα κάστανα, τα οποία εμείς
οι μικροί μαζεύαμε αλαλάζοντας!
Αξέχαστη, ιδιαίτερη παιδική ηλικία. Δύσκολη,
δίγλωσση, όμορφη, ρομαντική!
Αμύνταιο
24-12-2021
Καλά
Χριστούγεννα
Θ.
Τραϊανός
..Μια αλλη Ελλαδα,αγνωστη στους νεους μας,ηταν αυτο που ειχαμε τη τυχη,να ζησουμε εμεις,και που χαθηκε ανεπιστρεπτι, βιαστικα,βλακωδικα,και μουλωχτα,απ το ιστορικο/κοινωνικο γιγνεσθαι..Ισως,αργοτερα, οταν θαχουμε πληρως αστικο/ δυτικοποιηθει,θα ψαχνουν ανθρωπολογοι,ομορφες στιγμες, μιας γνησιας λαικης κουλτουρας, χιλιαδων χρονων..Μπραβο Θαναση..Α.Θ.Ρ.
ΑπάντησηΔιαγραφή