Ηλεκτρονική εφημερίδα με νέα της περιοχής Αμυνταίου – Φλώρινας και όχι μόνο… από το 2008

Σάββατο 9 Ιουλίου 2022

Θυμάμαι…Στον Μερά

Καβάλα στο γαϊδουράκι του θείου μου, Φώτη Χατζητρύφωνα, με το φαγητό του τσομπάνου και τα γκιούμια για το γάλα δεμένα στο σαμάρι του,

πήγαινα στον Μερά όπου το μαντρί του καλοκαιριού.

Το καλοκαίρι μάλιστα του 1959 η σειρά μας για το γάλα συνέπεσε με τις παραμονές της εβδομάδας που θα δίναμε εισαγωγικές εξετάσεις στο Γυμνάσιο Αμυνταίου και γι’ αυτό κρατούσα στα χέρια μου τη Γραμματική ή την Ιστορία της ΣΤ΄ Δημοτικού και…ταξίδευα διαβάζοντας.

Ακολουθούσα τον ονειρικό χωματόδρομο των μπαξέδων, «τον δρόμο στο δασάκι» τον έλεγαν αργότερα τα παιδιά της ηλικίας του Γιαννάκη. Είχε αφετηρία το τέρμα της οδού Γ. Λασσάνη, όπου σήμερα το 2ο Νηπιαγωγείο, διέσχιζε τους πολύκαρπους μπαξέδες, περνούσε από τις κυδωνιές του Σιμότα, τις ευθυτενείς ταπόλες της Αγίας Παρασκευής και το παλιό Δημοτικό Σφαγείο, διαπερνούσε την Πατσάνα Μπάρα, εκεί σήμερα το Γραφείο Γεωργικής Ανάπτυξης, βόρεια του Γενικού Λυκείου, διέτρεχε τις σιταριές της Τζιαντίας, αγροτικής περιοχής, βόρεια του παλιού Λόχου Συντήρησης Οχημάτων του Στρατού και συναντούσε την άσφαλτο για Φλώρινα λίγο πριν τον μύλο των Θανάση και Ηλία Αντωνιάδη (Βλιάμη) κοντά στη γέφυρα των Πετρών. Διάβαινα την παλιά γέφυρα, της αρχικής κοίτης του ποταμιού, άφηνα αριστερά το Βιρ και δεξιά τον δρόμο για το Ξινό Νερό, κατηφόριζα στη βρύση με το πόσιμο νερό και την ποτίστρα για τα κοπάδια και πορευόμουν καμαρωτός στην επικράτεια του Μερά.

Μεράς είναι η δημόσια έκταση, πεντακοσίων περίπου στρεμμάτων, μετά το ποτάμι, από τη γέφυρα του τρένου για τη Φλώρινα στον Σωτήρα, τη γέφυρα των Πετρών και τον δρόμο για το Ξινό Νερό ως τον παλιό δρόμο Πτολεμαΐδας-Φλώρινας, στο τμήμα πασάζο-διασταύρωση Ξινού Νερού.

Η έκταση αυτή πριν «καταπατηθεί» από τον Δήμο Αμυνταίου και ονομαστεί «Ζώνη Βιοτεχνικών και Εμπορικών Δραστηριοτήτων» και τους «γνωστούς-άγνωστους» καταπατητές γης στην παρόχθια πλευρά της και δυτικά, ήταν ένας γοητευτικός λιβαδότοπος, ένα βοσκοτόπι καταπράσινο, μια αργεντίνικη πάμπα για τους γκάουστο του Σόροβιτς.

Ναι. Το Αμύνταιο είχε και κτηνοτροφία που μάλιστα ήταν εδραία. Την ασκούσαν γεωργοί παράλληλα με τις αγροτικές δουλειές τους βοηθούμενοι από μισθωτό τσομπάνο, τον οποίο «έκλειναν» για ένα χρόνο από του Αγίου Δημητρίου κάθε φορά. Ολόκληρο τον χειμώνα και την άνοιξη τα κοπάδια σταβλίζονταν σε μαντριά δίπλα στα σπίτια τους. Μετά το Πάσχα και ως τον Οκτώβριο μεταφέρονταν σε πρόχειρα μαντριά, τα καλοκαιρινά, στον Μερά και βοσκούσαν εκεί.

Κάθε μαντρί είχε και μια μικρή καλύβα από λαμαρίνες και κλαδιά δέντρων για να κοιμάται ο τσομπάνος, με ακοίμητους φύλακες τα τσομπανόσκυλα.

Τα κοπάδια τα συγκροτούσαν δυο-τρεις γεωργοί, συνήθως συγγενείς που πλήρωναν από κοινού τον τσομπάνο, ανάλογα με τον αριθμό των προβάτων τους και «έπαιρναν» με το άρμεγμα τόσο γάλα όσο αναλογούσε σ’ αυτά. Για το άρμεγμα κρατούσαν «σειρά»!

Μετά το θέρος εγκαταστούσαν το μαντρί σε θερισμένα χωράφια τους, λιγότερο για να βοσκήσουν στις σιτοκαλαμιές και περισσότερο για να τα λιπάνουν με φυσικό τρόπο. Οι κακαράνκες των προβάτων είναι έξοχο λίπασμα.

Εκτός από το μαντρί του θείου μου θυμάμαι εκεί, το μαντρί του Βασίλη Κωνσταντίνου και Παύλου Ματκάρη, του Πασχάλη Χατζητρύφωνα και του Στέφανου και Παντελή Κωνσταντίνου. Τα πρόβατα αρμέγονταν δυο φορές την ημέρα, μια πρωί-πρωί και μια άλλη αργά το απόγευμα.

Όποιος από τα «αφεντικά» του κοπαδιού είχε σειρά να «πάρει» το μερτικό του στο γάλα έστελνε στο μαντρί κάποιον δικό του να βοηθήσει τον τσομπάνο στο άρμεγμα και να φέρει το γάλα στο σπίτι.

Η σειρά μετριόταν σε ημέρες.

Εμείς που είχαμε καμιά δεκαπενταριά πρόβατα «παίρναμε το γάλα τριών-πέντε ημερών, ανάλογα και με το μέγεθος του κοπαδιού, και «πιάναμε» το τυρί της χρονιάς.

Όσοι είχαν πολλά πρόβατα, όχι πάντως όσα οι γνωστοί τσέλιγκες των Σαρακατσαναίων, άρμεγαν αρκετό γάλα για να καλύψουν τις ανάγκες σε τυρί του δικού τους νοικοκυριού και να ετοιμάσουν τυρί, «επί παραγγελία» για τους εύπορους των χρόνων εκείνων.

Η μπάμπα-Γιορδάνα, γιαγιά του γείτονα, συμμαθητή και φίλου μου, γιατρού σήμερα, Γιάννη Κωνσταντίνου ετοίμαζε «αντί πινακίου φακής» δέκα τενεκέδες γνήσιου, υπέροχου τυριού, φέτα το λέμε σήμερα, για τον οδοντογιατρό των παιδικών μας χρόνων, Παντελή Μπορόβα.

Προμήθευαν επίσης με γάλα τα Ζαχαροπλαστεία των χρόνων εκείνων στο Αμύνταιο, του Τάκη και της Άννας Μπάτσιου και του Τάσου Καλέα.

Ένα πρωινό, τέλη της δεκαετίας του 1950, με εντολή-παράκληση του θείου μου Φώτη, το γάλα που έφερνα από το μαντρί του Μερά, το πήγα κατευθείαν στο Ζαχαροπλαστείο του Τάκη Μπάτσιου, που στεγαζόταν σ’ ένα χαμηλό μαγαζί, δεν υπάρχει πια, εκεί όπου οικοδομήθηκαν αργότερα οι κατοικίες των αδελφών Φιλιππάκου στην Πλατεία Αγοράς. Αφού παρέδωσα το γάλα, μου επιφυλάχτηκε κάτι το εξαιρετικό.

Η κ. Άννα μου είπε να καθήσω σ’ ένα τραπέζι και μου σέρβιρε, ω, τι έκπληξη, ένα γαλακτομπούρεκο! Είναι αλήθεια ότι ποτέ μέχρι σήμερα δεν ξανάφαγα πιο θεϊκό γλυκό!

Αργότερα στο σπίτι η μάνα μου μού είπε ότι και η πουτίγκα και η κρέμα και το ριζόγαλο και το γιαούρτι του κ. Τάκη αλλά και του Τάσου Καλέα, όπου μαθητευόμενος ζαχαροπλάστης ήταν ο ξάδελφός μου, Γρηγόρης, είναι τα καλύτερα.

Το Ζαχαροπλαστείο του Καλέα στεγαζόταν εκεί που σήμερα βρίσκεται το κατάστημα των Αδελφών Μηντσούλη στη Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Γάλα δυο-τριών ημερών πουλούσαν επίσης σ’ άλλα νοικοκυριά για να «πιάσουν» κι αυτά το δικό τους, χρειαζούμενο τυρί της χρονιάς.

Μικρή ποσότητα γάλατος το πουλούσαν καθημερινά σε δημόσιους υπαλλήλους ή στρατιωτικούς.

Θυμάμαι τον εαυτό μου, μαθητή Δημοτικού, με το κότλε, τότε έμαθα ότι λεγόταν βάζο, αλουμινένιο μικρό δοχείο με καπάκι και χερούλι, να πηγαίνω πρωί-πρωί, πριν ξεκινήσω για το Σχολείο, στο σπίτι των Χατζήδων, προπολεμικά «Ξενοδοχείον η Μεγάλη Ελλάς» απέναντι από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό και να δίνω το γάλα στη Φωτεινή Φορτομάρη, νηπιαγωγό, σύζυγο του δασκάλου μας Γιάννη Παναγιωτίδη.

Νοίκιαζαν δωμάτια εκεί.

Τη δεκαετία του 1950 που ήμουν εγώ παιδί, «κρατούσαμε» καμιά δεκαπενταριά πρόβατα που ποτέ δεν αβγάτισαν, όσα χρόνια και αν τα είχαμε. Απορούσα βέβαια, γιατί γεννιόντουσαν όχι μόνο αρσενικά αρνάκια, τα οποία σφάζαμε το Πάσχα και τα πουλούσαμε αλλά και θηλυκά. Μεγαλώνοντας κατάλαβα πως ο θείος μου τα νέα θηλυκά αρνάκια τα ενσωμάτωνε στο δικό του κοπάδι κι ο πατέρας μου σ’ αντάλλαγμα δεν πλήρωνε το δικό του μερίδιο για την αμοιβή του τσομπάνου. Μάλλον μας έφτιαχνε χάρη! Για τις ανάγκες του νοικοκυριού μας μάς αρκούσαν δέκα-δεκαπέντε πρόβατα με τα αγαθά τους.

Φαίνεται όμως πως τα πρόβατα δεν «ταίριαζαν» στον πατέρα μου που ήταν καθαρόαιμος ζευγολάτης και γι’ αυτό δυο-τρία χρόνια αργότερα τα αντικατέστησε με μια γοητευτικότατη καφεκόκκινη αγελάδα.

Στην πρώτη εικοσαετία των αναμνήσεών μου (1955-1975) οι οικόσιτες αγελάδες στο Αμύνταιο μετριούνταν σε αρκετές δεκάδες. Κάθε πρωί, εκτός αν ο καιρός ήταν ακραίος, ο Ντόρες, Θεόδωρος Τσάλκος, αγελαδάρης του τότε, επιλεγμένος με κάποια διαδικασία σε επίπεδο Δήμου «μάζευε» τις αγελάδες, τις οποίες «έβγαζαν» στην Ε΄ Μεραρχίας όσα νοικοκυριά, αγροτικά και όχι μόνο, «κρατούσαν» μια η δυο αγελάδες στο δικό τους στάβλο και συγκροτούσε το κοπάδι τους αρχίζοντας το «μάζεμα» από το 2ο Δημοτικό Σχολείο στα ανατολικά.

Στον Άγιο Νικόλαο, στα δυτικά, το κοπάδι ήταν σε πλήρη σύνθεση και υπέροχο, γραφικό και υπάκουο στα κελεύσματα της μαγκούρας του Ντόρε οδηγείτο για βοσκή στον Μερά κα σ’ άλλα βοσκοτόπια. Με τη δύση του ηλίου οδηγείτο και πάλι στον Άγιο Νικόλαο και από εκεί κάθε αγελάδα χωρίς καμιά καθοδήγηση, μηρυκάζοντας την τροφή της, κατευθυνόταν αλάνθαστα στον στάβλο της.

Αυτό λοιπόν το κοπάδι που κάθε πρωί και απόγευμα διέτρεχε την Ε΄ Μεραρχίας συνθέτοντας μια μοναδική βουκολική σκηνή και χάριζε στα σπιτικά το καθημερινό γάλα και μοσχαρίσιο κρέας το χλεύαζαν οι κακεντρεχείς υπάλληλοι και στρατιώτες που υπηρετούσαν στο Αμύνταιο, περήφανοι οι ίδιοι φαίνεται για την αστική τους καταγωγή και ειρωνικά το αποκαλούσαν «Λύκειο θηλέων Αμυνταίου»!

Δεν με ενοχλούσε. Η μικροϊστορία της πολίχνης μας συμπεριλαμβάνει στο ψηφιδωτό της, ευτυχώς, κι αυτές τις όμορφες λαϊκές ψηφίδες.   

Όταν λοιπόν ερχόταν η σειρά μας να «πάρουμε» το γάλα που μας αναλογούσε, πήγαινα εγώ καβάλα στο γαϊδουράκι στο μαντρί του Μερά να βοηθήσω τον τσομπάνο στο άρμεγμα και να φέρω το γάλα στο σπίτι.

Ο ρόλος μου περιοριζόταν στο να οδηγώ τις προβατίνες από μέσα στο μαντρί στην πορτίτσα του όπου ο τσομπάνος καθισμένος στο στόλτσε, με το βέντρο στα πόδια του έπιανε μια-μια τις προβατίνες και τις άρμεγε.

Δεν έχανα ποτέ την ευκαιρία να πιω κι ένα τσιάπτσε γάλα, ζεστό-ζεστό, καθώς μόλις είχε αρμεχθεί. Τα πρόβατα ήταν υγιή και ποτέ δεν είχα ακούσει κάτι για μελιταίο πυρετό. Βάζαμε το γάλα στα γκιούμια κι επέστρεφα στο φτωχικό μας.

Με το γάλα η μάνα μου «έπιανε» το τυρί της χρονιάς.

Την έβλεπα με το ηλιοβασίλεμα, εκείνα τα αξέχαστα καλοκαιρινά ηλιοβασιλέματα των άγουρων ονείρων που θέλαμε να’ ναι μακρύτερα, κι αφού είχα φέρει το απογευματινό γάλα να ζεσταίνει στο κόταλ, μεγάλο καζάνι, το γάλα της ημέρας, να μετράει με το δάκτυλό της τη θερμοκρασία του, να διαλύει σ’ ένα πιατάκι με κρύο νερό το συρίστε, την παραδοσιακή πυτιά για την πήξη, να το ανακατεύει με το γάλα και να το σκεπάζει μ’ ένα μάλλινο υφαντό. Όταν μετά ικανή ώρα το γάλα είχε πήξει, το «έχυνε» σε δύο τσαντίλες που τις κρεμούσε στον φούρνο για να στραγγίσει. Το πρωί το τυρί, ατόφια ελληνική φέτα, ήταν έτοιμο. Το έκοβε σε μικρά κομμάτια, τα αράδιαζε προσεκτικά στον τενεκέ αλατίζοντάς τα με χοντρό αλάτι και λίγο προτού γεμίσει ο τενεκές, πλημμύριζε τα κομμάτια του τυριού με τη σιράτκα του που μετουσιωνόταν σε αρμύρα.

Καλούσαμε μετά, αφού είχε γεμίσει τρεις-τέσσερις τενεκέδες τυρί, τον Παντελή Αναστασόπουλο (Σίπκα) για να τους σφραγίσει με καλάι. Άρχιζε ο χρόνος ωρίμανσής του.

Προτού τις ζέστες του καλοκαιριού γινόταν το κούρεμα των προβάτων. Το μαλλί τους ήταν (είναι) σημαντικό προϊόν. Η μάνα μου το έπλενε πρώτα με κρύο νερό και μετά με καυτό και το στέγνωνε καλά-καλά στον ήλιο.

Στη συνέχεια με το σιδερένιο λανάρι το έξαινε για να είναι έτοιμο για το γνέσιμο. Όταν όμως ήρθε ο καιρός να υφάνει τις φλοκάτες και τις κουβέρτες για την προίκα των αδελφών μου, το μαλλί το πήγε στην Λανάρα του Αριστείδη Μεδίτσκου, στην οδό Παύλου Μελά. Το λαναρισμένο μαλλί σε τουλούπες το έγνεθε με μοναδική μαστοριά στο τσικρίκι.

Το νήμα τυλιγμένο στο βαρτένο το ξετύλιγε στην γκράνκα και το έφτιαχνε κουλούρες τις οποίες μετά έβαφε συνήθως κόκκινες και μαύρες και λίγες κίτρινες ή πράσινες.

Μ’ έστελνε στο μαγαζί «Χρώματα-Νήματα» της Σταφυλίτσας Μπούκτση και του αδελφού της Παντελή να αγοράσω τα χρώματα. Θυμάμαι την κ. Σταφυλίτσα με την ιδιαίτερη σιλουέτα της να βάζει τα χρώματα σε χωνάκια από εφημερίδες και χαμογελώντας μου να στέλνει τα χαιρετίσματά της στην μάνα μου.

Μετά το βάψιμο και το στέγνωμα οι κουλούρες των νημάτων έπρεπε να γίνουν κουβάρια, κλόψιε τα έλεγε η μάνα μου. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούσε την ξύλινη βαρταλέσκα, ανέμη, που την είχε κατασκευάσει ο μπαμπάς μου. Μερικές φορές όμως την κουλούρα την έβαζε στα χέρια μου και ξετυλίγοντάς την με τις κινήσεις των καρπών μου έφτιαχνε τα κουβάρια της.

Μετά έρχονταν οι ατελείωτες ώρες του αργαλειού.

Καθισμένη στον αργαλειό, καλτσωμένη, χωρίς τις μόνιμες παντόφλες της, πατούσε μια το ένα και μια το άλλο από τα ποδαρικά που έμπλεκαν τα νήματα του στημονιού με αυτά του υφαδιού και χτυπούσε με δύναμη το ξυλόχτενο για να στριμώξει τα νήματα.

Έβλεπα τη σαΐτα με το νήμα να διαπερνά το στημόνι σαν δρομέας αγώνων αντοχής και σιγά-σιγά να γεννιέται το υφαντό που τυλιγόταν στο μπροστινό αντί, ξύλινος κύλινδρος, ενώ την ίδια στιγμή, με κάποιο χειρισμό, το στημόνι ξετυλιγόταν από το πίσω αντί.

Θαύμαζα ανυπόκριτα τη δεξιοτεχνία της στην ύφανση της φλοκάτης και ιδιαίτερα των υφαντών με τα γεωμετρικά σχέδια. Αστειευόμενος της έλεγα: «Πως γίνεται, μαμά, αφού δεν έμαθες γράμματα, να σχεδιάζεις τόσο όμορφα σχέδια, τρίγωνα, τετράγωνα, ρόμβους;». Χαμογελούσε με καμάρι!

Ηρωικές οι παλιές νοικοκυρές και άξιες. Μετέτρεπαν το σπίτι σ’ ένα εργαστήρι παραγωγής αγαθών. Και κοντά σ’ αυτό μεγάλωναν και πέντε-έξι παιδιά.

Άλλοι καιροί. Διαφορετικοί. Κουραστική ζωή χωρίς πολλές απαιτήσεις. Οι χαρές στους γάμους, στα βαφτίσια, στις γιορτές, τα πανηγύρια. Οι λύπες στους κάθε λογής αποχαιρετισμούς και απώλειες.

Και μετά ήρθε η εξέλιξη, η ανάπτυξη, η αλλαγή.

Όλα προς το καλύτερο.

Όμως ξεμάκρυνα από τον Μερά. Ας γυρίσω σ’ αυτόν. Ένα πρωινό που μόλις θα ’βγαινε ο ήλιος, ήμουν κιόλας στο μαντρί κι «έδιωχνα» τα πρόβατα προς την πορτίτσα. Μια μαγική φωτεινότητα διαχεόταν στον αγουροξυπνημένο Μερά. Έξω από το μαντρί, στην καταπράσινη απλωσιά, δυο υπέροχα αρσενικά, δυο πανέμορφα κερασφόρα κριάρια, εύσωμα και ρωμαλέα άρχισαν έναν πρωτόγνωρο σ’ εμένα «καβγά».

Ήταν μία έκφραση, το κατάλαβα από αυτά που μου είπε μετά το άρμεγμα ο τσομπάνος, Βαγγέλης Τσάλκος, γνωστός ως Γκέλες, της παντοτινής κόντρας των αρσενικών για τα «μάτια» των θηλυκών. Τα είδα να οπισθοχωρούν μερικά μέτρα το καθένα, μετά να εφορμούν μπροστά το ένα εναντίον του άλλου, με τα κεφάλια σκυφτά και τα κέρατά τους ψηλά και να συγκρούονται μ’ ένα φοβερό κρότο. Τρόμαξα. Πίστεψα πως θα σκοτωθούν. Το επανέλαβαν δυο-τρεις φορές. Δεν έπαθαν τίποτα. Χώρισαν. Το καθένα πήρε το δρόμο του. Δεν ανακήρυξα νικητή.

Ο Μεράς όπως τον γνώρισα και τον βίωσα λίγες χρονιές δεν υπάρχει πια.

Στη Βιοτεχνική Ζώνη κτίστηκε το «Βυρσοδεψείο», λειτούργησε λίγα χρόνια, μόλυνε το ποτάμι και τη λίμνη, βρομούσε η ατμόσφαιρα όταν περνούσαμε από εκεί. Έκλεισε. Μένει το κουφάρι του. Κτίστηκε η «ΦΑΓΕ», δούλεψαν αρκετοί, υπήρχε ελπίδα. Διαψεύστηκαν οι αισιόδοξοι, ανάμεσά τους κι εγώ. «Έφυγε η ΦΑΓΕ». Πουλήθηκε και λειτουργεί σήμερα ως Τυροκομείο «Δημητρίου».

Δημιουργήθηκε το «Σφαγείο» της Ε.Α.Σ. Αμυνταίου. Άλλη μια «πονεμένη ιστορία». Λειτούργησε λίγα χρόνια και πάει κι αυτό, εξαϋλώθηκε. Σιλό και άλλοι χώροι της Ε.Α.Σ. έχουν πια νοικιαστεί σε ιδιώτες.

Λειτουργούν το εργοτάξιο των αδελφών Ιωακειμίδη και τα μάρμαρα της Π. Ζούγκα. Στάβλοι και αποθήκες υπολειτουργούν. Κάπου-κάπου βλέπω κανένα κοπάδι να βόσκει στο νοτιοδυτικό μέρος του.

Η πάμπα των γκάουστο του Σόροβιτς κι η «αρένα» των κριαριών δε ζει!          

 

 

Ιούλιος 2022

Θανάσης Τραϊανός


3 σχόλια:

  1. Εξοχο λαογραφικο αφηγημα,γεματο τοπικη, αληθινη,λαικη,πανεμορφη,αξεχαστη,και χαμενη ιστορια..Φιλε Θαναση,στη καλυτερη σου στιγμη..Συνεχισε την ανεκτιμητη καταγραφη,του λαικου μας,τοπικου, πολιτισμου, και των ωραιων ανθρωπων του,σαν ενα, οφειλομενο μνημοσυνο,σ αυτους τους ''αρχαιους'',συμπολιτες,που ζησαν σε μια αλλη,τελειως διαφορετικη,αθωα και σκληρη,εποχη..Α.Θ.Ρ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ...Μια κοινωνια,αυταρκης,ολιγαρκης,αυτοσυντηρουμενη,σκληρη,σε μια αξιοπρεπη,σχεδον καθολικη φτωχεια,που αντεξε και βγηκε αλωβητη,απο πολεμους,κατοχη,στρατοδικεια,εκτελεσεις,ξενητιες.. Στα καθ ημας,ευλογα,προκυπτουν αμειλικτα ερωτηματικα,για τις δικες μας αντοχες,σε μια, οχι και απιθανη, πολεμικη μας εμπλοκη..Τα F16,F35,RAFALE,που εναποθετουμε επαναπαυομενοι, τις ελπιδες σωτηριας μας ειναι εργαλεια,που θελουν πισω τους,ανθρωπους με ψυχη,με πεισμα,με αντοχη,με υπομονη,οχι μοναχα απ τους κατ επαγγελμα στρατιωτες,αλλα απ ολη τη κοινωνια..Μακαρι να πιστευετε εσεις, οτι αυτα τα ελαχιστα αλλ ουσιωδη, υπαρχουν....Α.Θ.Ρ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Α. Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις των αποστολέων τους.
Β. Θερμή παράκληση, τα σχόλια να είναι κόσμια, ώστε να συνεισφέρουν στο διάλογο.
Γ. Δεν δημοσιεύονται σχόλια:
1.-Υβριστικoύ χαρακτήρα
2.- Γραμμένα με greeklish
3.- Με προσωπικό περιεχόμενο

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.