Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2023

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΛΗΚΑΡΙΟΥ (13 Οκτωβρίου 1904)

Στις 13 Οκτωβρίου 1904 ο Παύλος Μελάς έφτασε, με τα παλικάρια του νωρίς το πρωί, στη Στάτιστα των Κορεστίων της Καστοριάς.  Είχε διανύσει

μια μεγάλη απόσταση, μέσα σε βροχές και λάσπες. Ξεκίνησε  από το μοναστήρι του Τσιρίλοβου. Πέρασε από το Λέχοβο, τα Ασπρόγεια, την Περικοπή, το Νυμφαίο και το Νερέτι της Φλώρινας, το σημερινό Πολυπόταμο δηλαδή.

          Ένας Βούλγαρος Κομιτατζής, ο Μήτρο Βλάχος, φανατικός εχθρός του ελληνισμού και του Παύλου Μελά, όργανο της βουλγαρικής και πανσλαβιστικής προπαγάνδας και θηριωδίας, έμαθε για την άφιξη του Μελά στο χωριό κι αποφάσισε αμέσως να προβεί στην αγαπημένη του ύπουλη δραστηριότητα. Στην προδοσία!

          Έπιασε δύο χωρικούς, άλλοι αναφέρουν δυο γυναίκες, και τους υποχρέωσε, δια της βίας, να πάνε να καταγγείλουν στους Τούρκους, που βρίσκονταν στο γειτονικό χωριό Μακρυχώρι, που τότε λεγόταν Κονομπλάτι,  ότι αυτός κι η παρέα του βρίσκονταν στην Στάτιστα, για να σπεύσουν οι Τούρκοι να τον πιάσουν.

          Σε λίγη ώρα κι ενώ το ελληνικό σώμα του Παύλου Μελά ξεκουραζόταν και στέγνωνε τα ρούχα του, ύστερα από την προηγούμενη σκληρή νύχτα, που πέρασε στα βουνά της Μακεδονίας, μες στη βροχή και το κρύο, πήρε από μια γυναίκα την είδηση ότι έρχεται προς το χωριό τουρκικός στρατός.

 

Ο Πρωτομάρτυρας του Μακεδονικού Αγώνα Παύλος Μελάς

           Ο Μελάς, νομίζοντας ότι επρόκειτο για μια συνηθισμένη περιπολία, είπε ότι θα ’ρθουν και θα περάσουν κι έδωσε εντολή να μείνουν καλά κρυμμένοι και απαθείς, μέχρι να λήξει η περιπολία.

          Οι Τούρκοι όμως όχι μόνο δεν έφευγαν αλλά άρχισαν να απειλούν, ότι θα κάψουν το χωριό, επειδή είχε «Εσκιάδες», αντάρτες δηλαδή. Κάποια στιγμή, όπως ήταν επόμενο, άναψε η μάχη, η οποία κράτησε αρκετές ώρες. Οι Έλληνες δεν είχαν καμία απώλεια, αφού ήταν καλά προφυλαγμένοι στα πέτρινα σπίτια του χωριού.

          Όταν άρχισε να σουρουπώνει η μάχη ατόνησε λίγο, οι πυροβολισμοί λιγόστεψαν κι οι άνδρες του Μελά έψαχναν να βρουν το λόγο αυτής της συμπεριφοράς των Τούρκων. Ο ίδιος ο Παύλος Μελάς βγήκε στην αυλή του σπιτιού, που ήταν ταμπουρωμένος, για να πάρει μια άμεση εικόνα της κατάστασης. Λίγο  πριν είχε βγει ένα από τα παλικάρια του, ο Στρατινάκης, για να πάρει το όπλο και τα πυρομαχικά ενός Τούρκου, που είχε σκοτωθεί κοντά στο σπίτι αυτό.

           Τότε ακούστηκε ένας πυροβολισμός κι ένα βογκητό. «Ωχ! Στη μέση με χτύπησαν»! Μια τούρκικη σφαίρα τον βρήκε στη μέση και τρύπησε το κεμέρι, τη διπλή πέτσινη ζώνη που φορούσε ο Μελάς. Από το τρυπημένο κεμέρι έπεσαν κάποιες λίρες, που κουβαλούσε μαζί του ο καπετάνιος, για να καλύπτει τα έξοδα των συνεργατών του.

          Ο Λάκης ο Πύρζας, το πρωτοπαλίκαρο του Παύλου Μελά, έτρεξε αμέσως κοντά του και, με μεγάλη προσπάθεια, τον κουβάλησε μέσα στο σπίτι. Ο Μελάς του έλεγε συνέχεια «Πονώ!» και ικέτευε να μην τον αφήσουν ζωντανό στα χέρια των Τούρκων.

          Κάποια στιγμή έβγαλε το σταυρό που φορούσε στο στήθος του και τον έδωσε στον Πύρζα λέγοντας: « Το σταυρό αυτό να τον παραδώσεις στη γυναίκα μου». Μετά έτεινε το όπλο του κι είπε. « Το όπλο μου να το δώσεις στο γιο μου το Μίκη». Ύστερα ψιθύρισε για μια ακόμη φορά τη λέξη «Πονώ» και ξεψύχησε. Ήταν η 13η Οκτωβρίου 1904.


 

Το σπίτι που σκοτώθηκε ο Παύλος Μελάς

          Την επόμενη μέρα  ο ιερέας και οι γυναίκες του χωριού έθαψαν λίγο έξω από το χωριό το νεκρό παλικάρι.       

 


Ο τάφος του Παύλου Μελά στη Στάτιστα (Πολύ παλιά φωτογραφία)

          Οι συνεργάτες του Παύλου Μελά βρίσκονταν στο Ανταρτικό και φοβήθηκαν μήπως οι Τούρκοι ανακαλύψουν τον τάφο του Παλικαριού. Για να μη διασυρθεί από τους Τούρκους ο νεκρός καπετάνιος τους, αποφάσισαν να στείλουν το βράδυ της επόμενης μέρας ένα νεαρό παλικάρι, τον Κωνσταντίνο Στεργίου (Ντίνα), να πάει στη Στάτιστα,  στο χωριό του δηλαδή, να ξεθάψει το νεκρό και να τον κουβαλήσει στο Ανταρτικό ή στο Πισοδέρι.

          Ο Ντίνας Στεργίου, μη μπορώντας να μεταφέρει τη σωρό του Παύλου Μελά , λόγω της ύπαρξης ισχυρής Οθωμανικής στρατιωτικής δύναμης στον τόπο της συμπλοκής , αναγκάσθηκε να κόψει το κεφάλι και να το μεταφέρει, κρυμμένο σε ένα ταγάρι, στο Ανταρτικό την επόμενη ημέρα. Με δάκρυα στα μάτια το παρέδωσε στον Βασίλειο Αγοραστό, που είχε έλθει από το Πισοδέρι μαζί με τον Λάζαρο Τσάμη και δύο μέλη της Επιτροπής του Αγώνα. Ο Βασίλειος Αγοραστός είχε σταλεί από τον υπάλληλο του Προξενείου Μοναστηρίου Φ. Κοντογούρη στο Πισοδέρι, για να φροντίσει τα της ταφής του Ήρωα.

           Η κεφαλή μεταφέρθηκε με μεγάλη μυστικότητα στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής Πισοδερίου, όπου ο παπα-Σταύρος Τσάμης έψαλε τη νεκρώσιμη ακολουθία και κατόπιν έθαψε το κεφάλι κάτω από την Αγία Τράπεζα του παρεκκλησίου του Αγίου Χαραλάμπους. Στη νεκρώσιμη ακολουθία ήταν παρόντες μόνον ο Βασ. Αγοραστός , ο παπα-Σταύρος Τσάμης , ο δάσκαλος Ηρακλής Φίτζιος , ο δάσκαλος Α. Παπαφιλίππου , ο Μιχ, Χασόπουλος και ο Χατζή Κωστής, τους οποίους όρκισε ο παπα-Σταύρος ότι θα κρατήσουν μυστική την ταφή .

          Δυστυχώς λίγες ημέρες αργότερα ο θάνατος του Παύλου Μελά έγινε τίτλος στις πρώτες σελίδες όλων των Αθηναϊκών εφημερίδων.

          Πρέπει να τονίσουμε εδώ, ότι ο Ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού Παύλος Μελάς, ήταν γόνος μιας πολύ σπουδαίας οικογένειας των Αθηνών και γαμπρός του Στέφανου Δραγούμη, που είχε διατελέσει πολλές φορές Υπουργός και είχε γίνει και πρωθυπουργός της Ελλάδας.

          Οι Οθωμανικές Αρχές άρχισαν συστηματικές έρευνες και ανακρίσεις, γεμάτες βία και φοβέρα στην περιοχή και ο παπα-Σταύρος, φοβούμενος μήπως προδοθεί ή ανακαλυφθεί το σημείο της ταφής της κεφαλής του Παύλου Μελά, προχώρησε , λίγες ημέρες αργότερα , στην εκταφή και την εκ νέου ταφή της κεφαλής , αυτή την φορά κάτω από την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής στο Πισοδέρι.

           Στην δεύτερη αυτή ταφή δεν παρευρίσκετο κανείς άλλος. Όταν μετά από μήνες κόπασε ο θόρυβος για τον Παύλο Μελά το εκμυστηρεύθηκε στον αδελφό του Λάζαρο, ο οποίος , μετά τον θάνατο του παπα-Σταύρου (το 1906), το γνωστοποίησε στα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής Πισοδερίου. Η κεφαλή παρέμεινε κρυμμένη μέχρι το 1907 όταν παραδόθηκε από το Λάζαρο Τσάμη στη Ναταλία Μελά, που είχε ταξιδέψει με άδεια της Υψηλής Πύλης στην περιοχή, για να κάνει την εκταφή των οστών του συζύγου της.

          Μετά την εκταφή τα οστά του ήρωα μαζί με την κεφαλή τοποθετούνται σε κρύπτη του Ναού των Παμμεγίστων Ταξιαρχών της Μητρόπολης Καστοριάς, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα.       Μετά το θάνατο της Ναταλίας Μελά, σύμφωνα με επιθυμία της, η σωρός της τέθηκε δίπλα στον ήρωα.

           Οι Οθωμανοί στο μεταξύ, βρίσκουν το ακέφαλο σώμα του ήρωα  στη Στάτιστα και το μεταφέρουν στην Καστοριά. Εκεί δίδεται ένας άλλος μεγάλος αγώνας από τον ήρωα Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη, να παραλάβει το σώμα και να το μεταφέρει στην Μητρόπολη, όπου έθαψε το νεκρό παλικάρι με τις πρέπουσες τιμές.

          Για την υπόθεση αυτή ο εξαίρετος Μακεδόνας συγγραφέας Νίκος Μπακόλας έχει γράψει ένα πολύ ωραίο βιβλίο, με τον τίτλο «Η ΚΕΦΑΛΗ». Αξίζει, πράγματι, να το διαβάσουν όλοι οι Έλληνες.

          Ο Βασίλης Αγοραστός, αφού εκτέλεσε την αποστολή του, αναχώρησε για τη Φλώρινα και στη συνέχεια για το Μοναστήρι, όπου την 20ή Οκτωβρίου  του 1904 έγραψε την παρακάτω αναφορά - επιστολή  προς τον Ίωνα Δραγούμη, που ήταν πρώην Υποπρόξενος στο Μοναστήρι και κουνιάδος του Παύλου Μελά.

           Η επιστολή του Αγοραστού εκφράζει ένα πλήθος συναισθημάτων και προσπαθεί να αποτυπώσει στο χαρτί τις τραγικές εκείνες στιγμές, με μοναδικό σκοπό να ενημερώσει απόλυτα και από πρώτο χέρι τον Ίωνα Δραγούμη για το θάνατο του γαμπρού του. Η επιστολή είναι γραμμένη στην καθαρεύουσα και ακολουθεί το παλιό ορθογραφικό σύστημα.

 

 

 

Ο ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ

 

          Κύριον Ίωνα Δραγούμην, Αθήνας

          Μοναστηρίω τη 20ή   Οκτωβρίου 1904

          Δεν επιχειρώ , φίλε μου, να σε παρηγορήσω, διότι η συμφορά είναι τόσον μεγάλη, ώστε δεν ευρίσκονται λόγοι παρηγορίας  δι’ αυτήν. Κλαύσον διότι και ενταύθα έκλαυσαν ου μονον οι γνωρίσαντες τον εις το καθήκον αφοσιωμένον γενναίον στρατιώτην, αλλά και όσοι εξ’ ακοής μόνον  εγνώρισαν αυτόν.

          Επανήλθον εκ Ζελόβου ( Ανταρτικόν) και Πισοδερίου, όπου μετέβην τη παρελθούση Κυριακή 17 ισταμένου, κατόπιν της αυθημερόν ληφθείσης θλιβεράς αναγγελίας περί του θανάτου του Πολυκλαύστου Μελά και της ανατεθείσης μοι εντολής υπό του διευθύνοντος το ενταύθα Βασιλικόν Προξενείον κ. Φ. Κοντογούρη, όπως μεριμνήσω περί του ενταφιασμού αυτού.

          Εις Πισοδέρι έφτασα την 3 μ.μ. της Κυριακής όπου συναντήθην αμέσως μετά της ημετέρας Επιτροπής, της ορισθείσης όπως μεριμνά περί των εθνικών ημών πραγμάτων υπό του μακαρίτου, από του παρελθόντος ήδη έτους. Την Επιτροπήν ταύτην αποτελούν δύο πρόσωπα ο Μιχαήλ Χασόπουλος και ο ανεψιός του Αρχιμανδρίτου Μοδέστου Χατζή Κωστής.

          Η εκλογή αύτη των προσώπων υπήρξε λίαν επιτυχής, ως εκ των πραγμάτων επείσθην. Ανεκοίνωσα εις αυτούς τον σκοπόν της μεταβάσεώς μου, ούτοι δε με εβεβαίωσαν ότι, καθ’ ας είχον λάβει εκ Ζελόβου (Ανταρτικού) πληροφορίας, είχε ληφθεί εν καιρώ φροντίς υπό των Ορθοδόξων χωρικών της Στατίστης, περί ενταφιασμού αυτού εις μέρος ασφαλές.  Εζήτησα αμέσως να μεταβώ εις Ζέλοβον (Ανταρτικόν) διεμήνυσα δε, δια του ημετέρου διδασκάλου κ. Ηρ. Φίτζιου, τους εν Ζελόβω (Ανταρτικόν) συνελθόντας ημετέρους τον σκοπόν της εκεί αφίξεώς μου.

          Περί την 3ην μεταμεσονύκτιον ώραν, επωφελούμενος της πυκνής ομίχλης, ανεχώρησα εκ Πισοδερίου, συνοδευόμενος υπό του ετέρου των Διδασκάλων Α. Παπαφιλίππου και των δύο μελών της Επιτροπής, μετά δε μίαν ώραν ευρέθην εις Ζέλοβον (Ανταρτικόν) Εκεί ατυχώς εύρον μόνον μικρόν Σώμα εξ εννέα ανδρών, υπό την οδηγίαν του  γνωστού σου Παύλου Κύρου εκ Ζελόβου (Ανταρτικού).

          Ο αρχηγός Παύλος Κύρου μου είπε προς τούτοις, ότι, άμα ως έμαθε τον σκοπόν της εις  Πισοδέρι αφίξεώς μου, έσπευσε να αποστείλει έναν νέον εκ του χωρίου Στάτιστα, τον οποίον ο μακαρίτης είχεν ως ψυχογιόν, ονόματι Ντίναν, εις Στάτισταν όπως παραλάβη  και μεταφέρη κρυφίως το  πτώμα του γενναίου αρχηγού του εις Ζέλοβον (Ανταρτικόν) και ότι δεν επανήλθεν εισέτι, αλλ’ ανεμένετο.

          Μετά δύο ώρας πράγματι ο νέος επανήλθε, εξήτασα δε αυτόν και ήκουσα παρ’ αυτού τα εξής:

          Μου είπε ότι έφτασε εις την Στάτισταν περί την 2αν μεταμεσονύχτιον της Κυριακής προς την Δευτέραν και ότι αμέσως επελήφθη του ανατεθέντος αυτώ έργου. Αλλά μόλις είχεν αρχίσει το έργον της εκταφής ανηγγέλθει αυτώ ότι ισχυρόν στρατιωτικόν απόσπασμα διηυθύνετο προς το χωρίον. Έσπευσα τότε να αποκόψω την κεφαλήν, μου λέγει ο γενναίος νεανίας του αρχηγού μου, την οποίαν περιτύλιξα εις λευκόν πανίον, έκρυψα εντός του  σάκκου μου, είτα δε εκάλυψα πάλιν το λοιπόν σώμα του δια χώματος, ισοπεδώσας το μέρος και καλύψας δια χόρτων τον τάφον του αρχηγού μου. Και ο καλός νέος ανελύθη εις δάκρυα.

          Εν τω μεταξύ καταφθάσας ο αποσπασματάρχης συνεκάλεσε τους χωρικούς και εζήτησε να μάθει πού έθαψαν τον νεκρόν. Επειδή οι χωρικοί ηρνούντο να καταθέσωσι τι, συλλαβών τον Κοτζαμπάσην του χωρίου, τον έδειρε ανηλεώς και ηπείλησε τους χωρικούς ότι θα επυρπόλει το χωρίον των, εάν επέμενον να αρνούνται. Ο Ντίνας όμως μοι είπεν, ότι εν τω μεταξύ φέρων μίαν αξίνην επ’ ώμου κατόρθωσε να διαλάθη  της προσοχής του στρατού και να φθάσει εις Ζέλοβον (Ανταρτικό)

          Έτρεμον εκ συγκινήσεως σύσσωμος και κλαίων κατεφίλουν τον γενναίο Στατιστινόν νέον, εζήτησα δε τότε παρ’ αυτού να μου αποδώσει το πολύτιμον δι’ εμέ κειμήλιον.

          Αδυνατώ, αδελφέ μου Ίων, να σου περιγράψω την στιγμήν κατά την οποίαν απεδόθη εις εμέ η προσφιλής κεφαλή του ήρωός μας Παύλου. Αφ’ ου παρήλθον λεπτά τινα της ώρας καθ’ α άφθονα έρρεον τα δάκρυά μου, διότι τότε μόνον επείσθην ότι πράγματι δεν υπήρχεν πλέον εις την ζωήν ο γίγας εκείνος, ον έτρεμε μέχρι της χθες ο Μητροβλάχος και ο Παπαχριστώφ και όλη εκείνη η σπείρα των άνανδρων δολοφόνων, αλλ’ ότι περιείχετο εν τω ευτελή εκείνω σάκκω η ωραία και αρρενωπή κεφαλή του, αφ’ ου παρήλθεν η πρώτη συγκίνησίς μου, ηθέλησα να βεβαιωθώ και δια των οφθαλμών μου. Ανοίξας μετά πολλής και όντως θρησκευτικής ευλαβείας το σακκίδιον εν αποκρύφω και ημιφωτίστω δωματίω, ανεγνώρισα, φευ, την κεφαλήν του αρειμανίου εκείνου ανδρός, ον οδήγουν, δια των αποκέντρων οδών της πόλεώς μας, εις το Προξενείον την Μεγάλην Πέμπτην.

          Η ιδέα ότι ήτο δυνατόν βραδύνων επί πολύ να προδοθώ και να ανακαλυφθή  η υπό του στρατού καταζητουμένη κεφαλή του ήρωος νεκρού και ότι εάν ανεκαλύπτετο επεφυλλάσοντο τόσοι ονειδισμοί και εξευτελισμοί δι’ ημάς, μου έδωσε δυνάμεις και περιτυλίξας αυτήν επιμελώς παρέλαβον, εξελθών μετά των φίλων τους οποίους παρέλαβον εκ Πισοδερίου. Εγώ μετά των δύο διδασκάλων Φίτζιου και Παπαφιλίππου προχωρήσαντες, μετέβημεν εις την Μονήν της Αγίας Τριάδος πεζή, το πολύτιμον δε κειμήλιον έφερεν έφιππος ο Χατζή Κωστής.

          Βαδίζων εις το δάσος της Μονής έκοψα πολλά ωραία άγρια άνθη και έκαμα θαυμάσιον μικρόν στέφανον. Εν τη Μονή της Αγίας Τριάδος παρεμείναμεν μέχρις ου άρχισε να σκοτεινιάζη, είτα δε ιππεύσαντες, εσπεύσαμε να εισέλθωμεν απαρατήρητοι εις Πισοδέριον. Τον πολύτιμον εκείνον σάκκον απέκρυψα εν ιδίω δωματίω. Είτα ησχολήθην με την εξεύρεσιν καταλλήλου μέρους προς ενταφιασμόν, ως τοιούτον δε επροτίμησα το παρακείμενον τη εκκλησία Πισοδερίου παρεκκλήσιον της Αγίας Παρασκευής. Παρασκευάσαμεν ακολούθως τα δια την κηδείαν χρειώδη, κατασκευάσαμεν κιβώτιον, επρομηθεύθημεν σάβανον, εξ εκείνων του Παναγίου Τάφου, ειδοποιήθη ο ιερεύς Παπά – Σταύρος και όταν ήδη ήσαν τα πάντα έτοιμα, εξεκινήσαμεν εν τω σκότει φέροντες μεθ’ ημών πάντα τα χρειώδη, εγώ δε τον σάκκον, τον οποίον εναπέθεσα προ της εικόνος της Μητρός του Χριστού, μέχρις ου ανορυχθή ο ταφίσκος.

          Κατόπιν ανάψαντες λαμπάδες ηρξάμεθα να ψάλλομεν εν ολολυγμοίς την νεκρώσιμον ακολουθίαν εθάψαμεν την σεμνήν κεφαλήν του ήρωος, την οποίαν προηγουμένως εστεφάνωσα με τα ωραία και πολύχρωμα άγρια άνθη.

          Άπαντες οι μετασχόντες της κηδείας ωρκίσθημεν επί του Ιερού Ευαγγελίου, ότι ουδέν ουδενί απολύτως θέλομεν ειπή, εξ’ όσων είδομεν ή επράξαμεν, πλην εμού, όστις επεφυλάχθην να αναφέρω τα γενόμενα εις την προϊσταμένην μου Αρχήν, ήτις επί τούτω με απέστειλε.

          Τα μετασχόντα πρόσωπα ήσαν εν όλω εξ, ήτοι ο ιερεύς Σταύρος, τα δύο μέλη της Επιτροπής Μιχ. Χασόπουλος και Χατζή Κωστής, οι δύο διδάσκαλοί μας Ηρ. Φίτζιος και Αν. Παπαφιλίππου και εγώ.

          Περί το μεσονύκτιον της 18ης  εξελθόντες της εκκλησίας απήλθομεν εις τα ίδια, εγώ δε επανήλθον εις Φλώριναν και εκείθεν εις Μοναστήριον.

          Η μόνη παρηγοριά , αδελφέ μου Ίων, είναι ότι απέθανεν ο πολύκλαυστος γαμβρός υμών ως αληθής ήρως.

                                           ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ

          Ο λαός μας, θέλοντας να τιμήσει τον ένδοξο νεκρό και τη χαροκαμένη γυναίκα του Ναταλία, έγραψε δεκάδες τραγούδια, που τραγουδιούνται ακόμη στη Δυτική Μακεδονία, κυρίως, αλλά και σε άλλες περιοχές. Πιο γνωστό είναι το τραγούδι «Σαν τέτοια ώρα στο βουνό, ο Παύλος πληγωμένος μες στα νερά του αυλακιού ήτανε ξαπλωμένος…»

          Λίγες μέρες αργότερα ο μεγάλος εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς έγραψε το παρακάτω ποίημα, για να υμνήσει το θάνατο του Μελά και να αφήσει ένα μοναδικό λογοτεχνικό μνημείο για την αιωνιότητα:

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΛΙΚΑΡΙΟΥ

Σε κλαίει λαός. Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι

Στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι , ω παλικάρι!

Πανάλαφρος ο ύπνος σου. Τ’ Απρίλη τα πουλιά

Σαν του σπιτιού σου να τ’ ακούς λογάκια και φιλιά

Και να σου φτάνουν του σκληρού χειμώνα οι καταρράχτες

Σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες.

Πλατειά του ονείρου μας η γη κι απόμακρη και γέρνεις

Εκεί και σβεις γοργά.

Ιερή στιγμή! Σαν πιο πλατειά τη δείχνεις και τη φέρνεις

Σαν πιο κοντά!

                                                ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Π. ΤΟΠΑΛΗΣ

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Α. Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις των αποστολέων τους.
Β. Θερμή παράκληση, τα σχόλια να είναι κόσμια, ώστε να συνεισφέρουν στο διάλογο.
Γ. Δεν δημοσιεύονται σχόλια:
1.-Υβριστικoύ χαρακτήρα
2.- Γραμμένα με greeklish
3.- Με προσωπικό περιεχόμενο

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.