Ο Νικολάι Πάβλοβιτς κόμης Ιγνάτιεφ, (1832 – 1908) ήταν αξιωματικός του ρωσικού στρατού και είχε διακριθεί στις μάχες για τον καθορισμό
των συνόρων με την Κίνα. Είχε πάρει πολλά παράσημα, έγινε στρατηγός σε ηλικία μόλις 35 χρόνων και, για το λόγο αυτό, στη μετέπειτα ζωή του ασχολήθηκε με τη διπλωματία.Το 1864 τοποθετείται ως πρέσβης της Ρωσίας στην έδρα της Κωνσταντινούπολης και παραμένει σ’ αυτή τη θέση μέχρι το 1878. Όλα αυτά τα χρόνια η διπλωματική του δράση ήταν στραμμένη σε δύο κρίσιμους τομείς.
Ο πρώτος τομέας αφορούσε στο κίνημα της επιβολής του ΠΑΝΣΛΑΒΙΣΜΟΥ, που αποφασίστηκε επίσημα το 1867, στο συνέδριο της Μόσχας.
Ο δεύτερος τομέας αφορούσε στην παραχώρηση στη Βουλγαρία τεράστιων ελληνικών, κυρίως, εκτάσεων, που ανήκαν στην Οσμανική Αυτοκρατορία, μιας και η σλαβική αυτή χώρα ήταν ο πιστότερος σύμμαχος των Ρώσων, αφού είχαν ακριβώς την ίδια καταγωγή. Ήθελε ακόμη να εξασφαλίσει, ότι η Ελλάδα θα παρέμενε μια μικροκαμωμένη και ασήμαντη χώρα, που δε θα μπορούσε να διαδραματίσει κανένα ρόλο στην περιοχή, όπου θα κυριαρχούσαν οι Σλάβοι.
Το 1870 ο κόμης Νικολάι Πάβλοβιτς Ιγνάτιεφ κατορθώνει , ύστερα από πολύ μεγάλες προσπάθειες, να υπογραφεί από το Σουλτάνο το φιρμάνι για τη δημιουργία της Βουλγαρικής Εξαρχίας, με δύο βασικούς στόχους. Την αποδυνάμωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης και την ενίσχυση των επιδιώξεων του Πανσλαβισμού, που έπρεπε, σύμφωνα με τον Ιγνάτιεφ, να έχουν λόγο και στα θρησκευτικά ζητήματα. Απώτερος στόχος τους ήταν να γίνει η Μόσχα η Τρίτη Ρώμη.
Η Οσμανική αυτοκρατορία τότε έπνεε τα λοίσθια και η διάλυσή της ήταν θέμα ελάχιστου χρόνου. Οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής την κρατούσαν ζωντανή, για να εξυπηρετήσουν κυρίως δικά τους οικονομικά συμφέροντα. Αυτή την αδυναμία των Τούρκων εκμεταλλεύτηκε ο κόμης Ιγνάτιεφ και πέτυχε το σκοπό του.
Αυτό το πρωτοφανές εκκλησιαστικό πραξικόπημα οι Έλληνες δεν το έλαβαν και πολύ σοβαρά υπόψη τους. Λίγα χρόνια όμως μετά, όταν ο ήδη συνεχιζόμενος Ρωσοτουρκικός πόλεμος έληξε τον Ιανουάριο του 1878, με περιφανή νίκη των Ρώσων, ο κόμης Ιγνάτιεφ και σύσσωμοι οι Σλάβοι διαπραγματευτές, με ραδιουργίες, με πιέσεις, με αφόρητες παραποιήσεις της ιστορικής αλήθειας, με μια ανορθόδοξη διπλωματία, που περιείχε άφθονες δωροδοκίες και υποσχέσεις χωρίς αντίκρυσμα, προτείνουν και κατορθώνουν να εφαρμοστεί η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, που υπογράφτηκε σ’ ένα προάστιο της Κωνσταντινούπολης με αυτό το όνομα.
Η Βουλγαρία, η χώρα που θα υλοποιούσε τα σχέδια του Πανσλαβισμού των Ρώσων και του Ιγνάτιεφ, γίνεται τεράστια. Καταλαμβάνει την Ανατολική Ρωμυλία ένα μεγάλο τμήμα της Θράκης, ολόκληρη σχεδόν τη Μακεδονία, αφήνοντας έξω τη Θεσσαλονίκη, την Ημαθία, την Πιερία και τη Χαλκιδική, ολόκληρο το σημερινό κράτος των Σκοπίων και την περιοχή της Δοβρουτσάς, που διεκδικούσε η Ρουμανία και, το σημαντικότερο, είναι ότι δημιουργεί το ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ, εισάγοντας το πανσλαβιστικό δόγμα ότι οι Μακεδόνες είναι Σλάβοι, κάτι που μας ταλαιπωρεί ακόμη και σήμερα.
Ήταν τόσο μεγάλη η χαρά του Ρώσου Νικολάι Πάβλοβιτς κόμητα Ιγνάτιεφ ώστε αναφώνησε τότε λέγοντας: “Οι Έλληνες πλέον μόνο κολυμβώντες θα ημπορούν να βλέπουν την Κωνσταντινούπολιν” . Αποδείχτηκε ολοφάνερα ότι σκοπός των Ρώσων ήταν ένας καθαρόαιμος μισελληνισμός, που τους οδηγούσε σταθερά στο να βλάψουν όσο το δυνατόν περισσότερο την Ελλάδα και τους ομόδοξους Έλληνες και να ευνοήσουν τη ρωσόφιλη θεραπαινίδα τους Βουλγαρία.
Στον παρακάτω χάρτη φαίνεται καθαρά το Βουλγαρικό κράτος, που ορεγόταν να ιδρύσει ο Ρώσος πατέρας του ψεύδους και νεκροθάφτης του Ελληνισμού κόμης Ιγνάτιεφ, ο ορκισμένος αυτός Σλάβος μισέλληνας. Τότε δόθηκε η εντολή από τον Τσάρο Νικόλαο τον Α΄ και από τον Ιγνάτιεφ να αρχίσει ο βίαιος εκβουλγαρισμός της Μακεδονίας και της Θράκης.
Αφού ολοκλήρωσε το έργο του, επέστρεψε ο Ιγνάτιεφ στη Μόσχα, νομίζοντας ότι έχει πετύχει όσα επεδίωκε με πολύ μεγάλη ανθελληνική προσπάθεια.
Όμως η ιστορία δε σταμάτησε εκεί. Τα πανσλαβιστικά σχέδια ήταν έωλα και εύκολα ανατρέψιμα. Οι χοντρές αδικίες εις βάρος της Ελλάδας, που είχε επινοήσει η Ρωσία, με επιτήδειο εκτελεστή το μισέλληνα Ιγνάτιεφ, εξόργισαν όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Οι Έλληνες, αν και ήταν αδύναμοι και ολιγάριθμοι, συνεπικουρούμενοι και από αρκετούς Ευρωπαίους φιλέλληνες, αντέδρασαν ακαριαία. Τότε, το 1878, ξεκίνησε ουσιαστικά ο Μακεδονικός Αγώνας, που κράτησε 30 χρόνια. 30 χρόνια γεμάτα καταστροφές, δολοφονίες, εμπρησμούς, βία, προδοσίες, εκβιασμούς και σλαβική βαρβαρότητα από αδίστακτους κομιτατζήδες, που, με τη βία, ήθελαν να εκβουλγαρίσουν τη Μακεδονία και τη Θράκη.
Οι κομιτατζήδες, δεν είχαν κανένα ενδοιασμό, όταν εφάρμοζαν τα σχέδιά τους. Μίσος απύθμενο τους κατείχε και, όντας εξοπλισμένοι από τη Μαμά Ρωσία με άφθονα όπλα και μπόλικο χρυσάφι, σκορπούσαν το θάνατο και τον τρόμο στα ελληνικά χωριά της Μακεδονίας και της Θράκης, αν και γνώριζαν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Έλληνες, με υψηλότατο εθνικό φρόνημα και με πολύ μεγάλη αντοχή στις σλαβικές επιθέσεις. Ιδιαίτερη αδυναμία είχαν στην εκτέλεση, με τον πιο βάρβαρο τρόπο, των Ελλήνων ιερέων και δασκάλων.
Οι Τούρκοι έβλεπαν την κατάσταση, γνώριζαν την αλήθεια για τα ιερά χώματα, που είχαν καταλάβει από τους Έλληνες, αλλά, δυστυχώς, δεν αντιδρούσαν καθόλου ή αντιδρούσαν με πολύ αργούς ρυθμούς και, τις περισσότερες φορές, φέρονταν τιμωρητικά στους Έλληνες παρά στους Σλάβους φονιάδες. Η Μακεδονία μας και η Θράκη πλήρωσαν πολύ βαρύ φόρο αίματος στους αδίστακτους Βούλγαρους κομιτατζήδες.
Η ορμή των Ελλήνων παρ’ όλα αυτά ήταν φοβερή. Ο Μακεδονικός Αγώνας εξελίχθηκε σε μια τιτάνια μάχη εναντίον δύο πολύ μισητών εχθρών. Των Βουλγάρων και των Τούρκων. Για πολλά χρόνια στα μακεδονικά βουνά, στα χωριά και στις πόλεις, στα μοναστήρια και στα διάφορα λημέρια, οι αγέρωχοι Μακεδονομάχοι έδιναν τον υπέρ πάντων αγώνα τους. Οι απεσταλμένοι από τους Ρώσους και τον κόμητα Ιγνάτιεφ Βούλγαροι κομιτατζήδες τα βρήκαν σκούρα. Σιγά – σιγά οι πόλεις και τα χωριά της Μακεδονίας και της Θράκης απαλλάχτηκαν από το βραχνά του πανσλαβισμού και ύψωσαν το ανάστημά τους, νικώντας ουσιαστικά δύο αυτοκρατορίες. Την Τσαρική Ρωσία και την Οσμανική Αυτοκρατορία.
Η θυσία του Πρωτομάρτυρα Παύλου Μελά και η ενημέρωση των Ευρωπαίων, για την εγκληματική δράση των Βούλγαρων κομιτατζήδων, έφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Με τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 και του 1913 η Ελλάδα κατέκτησε επίσημα, με την ισχύ του στρατού της, τα ιερά εδάφη της Μακεδονίας και λίγο αργότερα της Θράκης αφήνοντας το αποτύπωμά της για μια ακόμη φορά στην ιστορία των Βαλκανίων. Διέλυσε τα Ρωσικά και Βουλγαρικά όνειρα του Πανσλαβισμού και εξαφάνισε τους εγκληματίες κομιτατζήδες.
Μια μεγάλη απορία πηγάζει τώρα από τα προαναφερθέντα. Πώς είναι δυνατόν σήμερα να υπάρχουν, ελαφρά τη καρδία, Έλληνες πολιτικοί, δημοσιογράφοι, αλλά και απλοί πολίτες, που είναι Σλαβόφιλοι ή Ρωσόφιλοι και να εκδηλώνουν δημόσια την προτίμησή τους; Η άγνοια της ιστορίας μπορεί να δικαιολογηθεί σε κάποιον πολύ μικρό βαθμό για κάποια λαϊκά στρώματα, που δεν έτυχαν της παιδείας που έπρεπε. Για ανθρώπους όμως που θέλουν να ηγούνται Ελλήνων στον κομματικό στίβο, η άγνοια αυτή είναι παντελώς ασυγχώρητη. Δεν είναι δυνατόν να ακούγονται, από χείλη Ελλήνων στα μέσα επικοινωνίας, επαινετικά λόγια για τη Ρωσία και την ηγεσία του αδίστακτου πολεμόχαρου Βλαδίμηρου Πούτιν και να μην υπάρχει αντίδραση και υπενθύμιση όλων των δεινών, που έχουν υποστεί οι Έλληνες από τους Σλάβους στη μακρά πορεία της ιστορίας.
Η πράξη αυτή δημιουργεί ένα αίσθημα έντονης δυσφορίας και αποστροφής. Την ίδια αποστροφή θα δημιουργούσε η ύπαρξη Τουρκόφιλων ή Γερμανόφιλων κομμάτων ή δημοσιογράφων, που θα έδειχναν, ότι κάποιοι έχουν ξεχάσει τις γενοκτονίες που υποστήκαμε, τα πυρπολημένα μαρτυρικά χωριά μας και τους χιλιάδες νεκρούς, που πότισαν με το αίμα τους το Ελληνικό δέντρο της Ελευθερίας.
Δημήτριος Π. Τοπάλης
Η Βουλγαρία της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου Ο μισέλληνας Νικολάι
Πάβλοβιτς κόμης Ιγνάτιεφ,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Α. Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις των αποστολέων τους.
Β. Θερμή παράκληση, τα σχόλια να είναι κόσμια, ώστε να συνεισφέρουν στο διάλογο.
Γ. Δεν δημοσιεύονται σχόλια:
1.-Υβριστικoύ χαρακτήρα
2.- Γραμμένα με greeklish
3.- Με προσωπικό περιεχόμενο
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.