Ήταν πανέμορφος ο χωραφόδρομος το πρωινό εκείνης της
Παρασκευής, αρχές Ιουνίου.
Τον στόλιζαν σιτάρια και κριθάρια μεγαλωμένα, λίγες ημέρες πριν το
χρυσαφί μέστωμά τους, βρίζα στο μπόι μου, με τα στάχυα της σκυμμένα, λες και ντρεπόταν για το ανάστημά της και χωραφολούλουδα στην πιο φανταχτερή τους άποψη: φλογερές παπαρούνες, άσπιλες άσπρες μαργαρίτες και κοντά τους και κίτρινες, ρόδινες μολόχες, κίτρινοι φλόμοι, καταπράσινοι ακόμη λάπαθοι, γαλάζιες κενταύριες, κυανές άγχουσες, ώριμες για το ραντεβού τους με τις μέλισσες, μοβ βίκοι και άγρια φασκόμηλα, κόκκινο-ροζ πανέμορφο τριφύλλι, μπλε αστράγαλοι, φούξια γαϊδουράγκαθα και γιουρινέες, πυκνοκίτρινες αχίλλειες, κίτρινες πικραλίδες και ζοχοί, ροζ αγροστέματα και δίανθοι στα απάτητα του χωματόδρομου, σιέλ κιχώρια, αγριομάρουλα, σπαθόχορτα και έρπουσες ή αναρριχώμενες περικοκλάδες με κάτασπρα σαν χωνιά άνθη.Στις μέζτες του δρόμου μπλέκονταν άτακτα, φιλικά όμως,
καπίνες, σιπ, μικρά μπρεστ, μπαμπίνκες, φούσκες, κράταιγοι, κρομπουλιές και
γκορτσιές και στις πυκνές φυλλωσιές τους καρδερίνες και αηδόνια ανταγωνίζονταν
μελωδικά με τις τρίλιες τους.
Μια πρωινή δροσερή αύρα χάιδευε τα πρόσωπά μας.
Όνειρο!
Περιδιαβαίναμε με την Ελενίτσα στον χωραφόδρομο της
Ντουλίστας, της αγροτικής περιοχής που ξετυλίγεται ανάμεσα στον δρόμο για τη
Λεβαία και τον καινούριο δρόμο Φλώρινας-Έδεσσας-Κοζάνης, πάνω από τα πευκάκια
και πριν το ΚΕΦΙΑΠ και η οποία, τρομάρα μας, εξελίχθηκε εδώ και καμιά δεκαριά
χρόνια και σε…βιομηχανική, μιας και στην επικράτειά της παρεισέφρησαν
φωτοβολταϊκά.
Τι μπορεί όμως να μου θύμισε την Ντουλίστα;
Μια διαπίστωση της μάνας μου «χαμένη στου μυαλού τ’
αυλάκια»1
«Φακές τόσο νόστιμες δεν έχω φάει άλλη φορά και
έβρασαν με το που έβαλα την κατσαρόλα πάνω στη φωτιά». Την εξέφρασε μια
Παρασκευή, τον καιρό των παιδικών μου χρόνων, καθώς ολοκληρώναμε το μεσημεριανό
μας φαγητό, που είχε ως κύριο πιάτο φακές, συνοδευμένες από τουρσί ντομάτες,
πιπεριές και μελιτζάνες, όλα βέβαια σπιτικά.
Τις Παρασκευές η μάνα μου μαγείρευε τη μια φασόλια και
την άλλη φακές. Παράδοση δεκαετιών η νηστεία της Παρασκευής και την κρατούσε
απαρέγκλιτα.
Οι ομοτράπεζοί της, ο πατέρας μου δηλαδή κι εγώ,
συμφωνήσαμε αναντίρρητα και προς επίρρωση της ειλικρίνειάς μας ζητήσαμε μια
ακόμη κουταλιά για συμπλήρωμα!
Τότε ήταν που αναδύθηκε στην κουβέντα του μεσημεριανού
η Ντουλίστα.
«Αφροδίτη» είπε ο πατέρας μου «οι φακές που μόλις
φάγαμε, είναι από το χωράφι μας στην Ντουλίστα. Τις μαζέψαμε εγώ και ο Σάκης,
όπως ξέρεις, με τα χέρια και μάλιστα γονατιστοί, λες και τις προσκυνούσαμε.
Άλλη χρονιά, όμως, δεν θα το ξανασπείρω φακές. Η απόδοσή του ήταν καμιά δεκαριά
μόνο οκάδες.»
Δεν ήταν, όμως, αυτή η αλήθεια ή για να μην τον αδικώ
ήταν η μισή αλήθεια.
Στο ίδιο χωράφι με τις φακές είχε φυτέψει, κάτσι
κλέτσκα, κλήματα αμπελιού, ποπόλκας, του αμυντιώτικου ξινόμαυρου, των οποίων τα
περισσότερα είχαν ξεραθεί, γιατί οι φακές εξάντλησαν την απαραίτητη, για το
μεγάλωμά τους, υγρασία.
Αποφάσισε να μείνει μόνο αμπέλι.
Τελικά και ως αμπέλι δεν ευδοκίμησε.
Έμεινε πάντα σιταροχώραφο με πρώτη επιλογή τη βρίζα.
1.
Γ.
Σεφέρης. Επί Ασπαλάθων…
Καλοκαίρι
2025
Θανάσης
Τραϊανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Α. Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις των αποστολέων τους.
Β. Θερμή παράκληση, τα σχόλια να είναι κόσμια, ώστε να συνεισφέρουν στο διάλογο.
Γ. Δεν δημοσιεύονται σχόλια:
1.-Υβριστικoύ χαρακτήρα
2.- Γραμμένα με greeklish
3.- Με προσωπικό περιεχόμενο
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.