Τι παράδοση κι αυτή, τι θέσμιο!
Μια κοινωνική έκφραση, μια συμμετοχή, μια επικοινωνία συγγενών, φίλων, γνωστών, ενίοτε και αγνώστων (είδα φως και μπήκα), ετήσια, πιστή,
εκ των ων ουκ άνευ για πολλά χρόνια, ένας λόγος για να τα πούμε, χάρη της ονομαστικής γιορτής.Ακόμη μια ευκαιρία για αποκατάσταση
μικροπαρεξηγήσεων ή γεφύρωση αντιθέσεων. «Θα ‘ρθω στη γιορτή σου και θα τα
πούμε…». Στο περιθώριο της γιορτής όπως θα λέγαμε σήμερα.
Όλες οι ευχές δίνονταν «δια της ζώσης» με φυσική παρουσία
των επισκεπτών.
Σημαντική μέρα και για τους ερωτευμένους, που είχαν
την ονομαστική γιορτή τους.
«Στη
γιορτή σου, στη γιορτή σου,
για
λουλούδια σου προσφέρω,
μια
καρδιά.
Στη
γιορτή σου, στη γιορτή σου,
μη
μ’ αρνιέσαι της δικής σου
τα
κλειδιά.»
(Μαριάννα
Χατζοπούλου)
«Σήμερα
γιορτάζει όλη η γη.
Με
πουλιά θα στείλω μιαν ευχή στην καρδιά.
Χρόνια
σου πολλά.
Χρόνια
σου πολλά.»
(Πόπη Αστεριάδη)
Συμβολική μέρα, μερικές φορές, για μέλλουσες νύφες.
«Η Ελένη χθες» έλεγε η Μαρία στη φίλη της «κερνούσε
στη γιορτή του Κώστα, επίκειται μάλλον αρραβώνας.»
Έθιμο, που ήθελε προετοιμασία, φροντίδα, λουλούδια.
Όλα έπρεπε να είναι άψογα στο σπίτι, τακτοποιημένα.
Και κεράσματα, ποτά, γλυκά, τσιγάρα, τραπεζώματα,
δώρα.
Κόπος και χρήμα.
Όποιος κωλυόταν να κάνει την επίσκεψη ανήμερα της
γιορτής, το έκανε τις επόμενες τρεις μέρες, επικαλούμενος το έθιμο της
«πατερίτσας».
Την «πατερίτσα» την συνήθιζαν κυρίως ηλικιωμένες,
χήρες, γιαγιάδες, που ήθελαν ησυχία και περισσότερο χρόνο να τα πουν με τη
νοικοκυρά.
Το απόγευμα της παραμονής της ονομαστικής μου
γιορτής η μητέρα μου πήγαινε στον Εσπερινό για την Αρτοκλασία ή όπως έλεγε η
ίδια «να σηκώσει πεντάρτο».
Σ’ ένα πανέρι, περίτεχνα πλεγμένο από τον πατέρα
μου, από ξεφλουδισμένες βέργες ιτιάς (βρμπα) για να είναι άσπρες, (το έχουμε
και σήμερα. Έφτιαχνε επίσης κοφίνια και καλάθια μόνο για δική του χρήση)
έστρωνε ένα καρέ, τοποθετούσε περιμετρικά πέντε λειτουργιές, έβαζε στο κέντρο,
μέσα σε μια γυάλινη κούπα γεμάτη με σιτάρι, το καντήλι και δύο μπουκαλάκια λάδι
και κρασί και ευλαβικά πήγαινε στην εκκλησία των Αγίων Κων/νου και Ελένης.
Το ίδιο έκανε του Άη-Γιαννιού και το
Δεκαπενταύγουστο.
Η παράδοση ήθελε έναν ή τρεις πεντάρτους.
Αργότερα «σήκωνε» μόνο ένα, λόγω γηρατειών και στη
συνέχεια το έθιμο το μεταλαμπάδευσε στη γυναίκα μου.
Ίσως να ήταν η πρώτη χρονιά της δεκαετίας του 1950,
Γενάρης, του Αγίου Αθανασίου.
Ο παππούς Θανάσης ήταν ακόμη στην Αμερική. Όμως η
γιαγιά-Σοφία, όνομα και χάρη, δεχόταν επισκέψεις για την ονομαστική του γιορτή,
ίσως έμμεσα και για μένα, που έχω το όνομά του.
Θυμάμαι πολύ καλά, μετά την Εκκλησία, κόσμο να
έρχεται στο σπίτι μας, να βγάζουν τα παπούτσια τους στο ισόγειο και να
ανεβαίνουν από την εσωτερική ξύλινη, στριφογυριστή σκάλα, στη σάλα επάνω, να
εύχονται στη γιαγιά «Χρόνια Πολλά» για τον ξενιτεμένο παππού και το μικρό Νάσε,
να κουβεντιάζουν, να ανταλλάσουν σκέψεις, πληροφορίες, νέα…
Κεράσματα ήταν το κρασί και το τσίπουρο για τους
άντρες, λικέρ μέντα για τις γυναίκες και φοντάν για όλους.
Οι επισκέψεις ολοκληρώνονταν πριν το μεσημεριανό
φαγητό.
Τα χρόνια κύλησαν. Οι επισκέψεις στο σπίτι για
ευχές, με αφορμή την ονομαστική γιορτή, γίνονταν από το απόγευμα ως αργά το
βράδυ.
Γιόρταζαν μόνο οι άρρενες!
Το μέγιστο βάρος σήκωνε η ονομαστική γιορτή που pater familias. Αυτός είχε την πρωτοκαθεδρία.
Στις αντίστοιχες των μικρών αγοριών, οι ευχετήριες
επισκέψεις περιορίζονταν στο στενότερο συγγενικό κύκλο και λίγο στο φιλικό.
Συγγενείς και φίλοι, που ήταν μετανάστες ή ζούσαν σ’
άλλα μέρη, έστελναν «κάρτες» με ευχές.
Το τηλέφωνο ήρθε πολύ αργότερα.
Ήμουν πια μαθητής στη ΣΤ΄ τάξη του 2ου
Δημοτικού Σχολείου Αμυνταίου. Στην ονομαστική μου γιορτή ήρθε επίσκεψη όλη η
τάξη οργανωμένη, με δώρα πολλά, σχολικά είδη και γλυκά.
Είχα χαρεί πολύ.
Η μητέρα μου κερνούσε ρεβανί, εξαίσιο γλυκό ταψιού,
που το έφτιαχνε στο μεγάλο στρογγυλό ταψί με ψιλό σιμιγδάλι, είκοσι σπιτικά
αβγά και σιρόπι.
Όταν το έκοβε σε τετράγωνα κομματάκια της έλεγα
χαριτολογώντας: «Τώρα καταφέρνεις και τετραγωνίζεις τον κύκλο». Ικανοποιημένη
και χαμογελαστή μου έδινε περισσευούμενα τοξωτά κομμάτια.
Στα επόμενα χρόνια, χρόνια σπουδών, στρατού,
διορισμού μακριά, το έθιμο το κρατούσε η μητέρα μου.
Οι επισκέπτες μετριούνταν ίσως στα δάκτυλα του ενός
χεριού!
Μετά το γάμο όμως άρχισε η ιεροτελεστία.
Το κρατούσαμε το θέσμιο!
Στις δεκαετίες 1980-1990 το έθιμο απογειώθηκε.
Περιβλήθηκε περισσότερη λάμψη, γοητεία, χλιδή!
Απέκτησε και πλεονάζουσα μαζικότητα, σκοπιμότητα,
πολιτική ιδιοτέλεια, ψηφοθηρική διάσταση. Έχασε αρκετά από την πρωταρχική του
σημειολογία.
Εκφυλίστηκε!
Και μετά ήρθε ο κορεσμός, η κόπωση, η εγκατάλειψη.
Συνετέλεσε σ’ αυτό και η οικονομική κρίση. (;)
Σήμερα το έθιμο το κρατούν λίγοι, ρομαντικοί ίσως
και παραδοσιακοί, περισσότερο στα χωριά.
Αρκετοί δίνουν ραντεβού σε κάποια ταβέρνα, πιτσαρία
ή μπαρ με ευάριθμους καλεσμένους, περισσότερο «κολλητούς».
Οι ευχές σε
συντριπτικό πλέον βαθμό, δίνονται τηλεφωνικά, διαδικτυακά και ας ζούμε στο ίδιο
χωριό, στην ίδια γειτονιά!
«O
tempora o mores»
«Ω καιροί,
ω ήθη»
Θ.
Τραϊανός
Τελειο λαογραφικο αφηγημα, και χρησιμο σαν στοιχειο,του κοντινου παρελθοντος,που χρονολογουσε διαδρομη εκατονταδων χρονων,φιλε Θαναση..Ψηφιδες, αγαπημενες απ ολους, που εδεναν σε ιστο συνεκτικο,ανθρωπους λαικους, γνησιους,αληθινους,παραδοσιακους,βγαλμενους,απ το καμινι της σκληρης τοτινης ζωης,που λαχταρουσαν ενα μικρο,ευχαριστο διαλειμμα..Α.Θ.Ρ.
ΑπάντησηΔιαγραφή